«Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει. Και σαστίζουν. Την φέρνουν από ‘δω, την γυρνάνε από ‘κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και την θάβουν.» (Α. Παπαδάκη). Μέσα σε αυτό το απόσπασμα, κείτεται η πλήρης άγνοια του είδους μας σε σχέση με το τι ζητάει απ’ τη ζωή του.

Κάποτε γνώρισα έναν άνθρωπο φιλόδοξο, με στόχους κι υψηλές προσδοκίες. Τον πέτυχα λίγα χρόνια αργότερα κι έμαθα πως είχε γίνει δικηγόρος στο εξωτερικό, είχε κάνει όνομα κι έπαιρνε έναν παραφουσκωμένο μισθό. «Συγχαρητήρια!» του είπα. «Μοναξιά, ρε Εύα» μου απάντησε κι εγώ απόρησα. Μα αν ήθελε συντροφιά, αν ήθελε αγάπη, γιατί ξέχασε να την ψάξει; Γιατί τοποθέτησε διαφορετικές προτεραιότητες;

Κάποτε, γνώρισα κι έναν ακόμα άνθρωπο, διαφορετικό απ’ τον προηγούμενο. Εκείνος ήθελε να ανοίξει ένα μαγαζάκι στη γειτονιά του και να κάνει μια αγαπημένη οικογένεια, δεν έψαχνε πολλά. Όταν, όμως, τον πέτυχα λίγα χρόνια αργότερα, τον άκουσα με μιζέρια να μιλάει για τη θλιβερή ρουτίνα του. Μα γιατί έψαχνε τη σταθερότητα και την απλότητα εξαρχής;

Τι, στο διάολο, ζητάμε τέλος πάντων; Λες να μου συμβεί και ‘μένα αυτό; Πιθανότατα, γιατί εγώ ανήκω στους άπληστους, στους συναισθηματικούς, στους σταθερούς και στους άτακτους. Είμαι επίφοβη περίπτωση!

Παρ’ όλη την αυτογνωσία μου και την αρνητική κριτική μου για το αδαές είδος μας, άρχισα να παρατηρώ τις ιστορίες του κόσμου λίγο πιο προσεχτικά, μπας και μάθω για ανθρώπους που, τελικά, ξέρουν σε τι λημέρια ψάχνουν την ευτυχία. Στην πορεία ανακάλυψα δύο κατηγορίες ανθρώπων. Τους «σταθερούς» και τους «απογειωμένους».

Οι σταθεροί, ήταν οι πιο απλοϊκού βεληνεκούς άνθρωποι, με τις δουλειές τις σταθερές, τον μισθό τον σίγουρο, την εξασφάλιση, το πρόγραμμα Δευτέρα-Παρασκευή 9 με 5 και τα κλασικά κυριακάτικα τραπέζια. Αυτοί ανήκαν στους καλούς μαθητές, με το πειθαρχημένο πρόγραμμα και το όραμα για μια καλή κι άνετη ζωή.

Στην προσπάθεια να καταλάβω αν ήταν ευτυχισμένοι με όσα διάλεξαν, άλλους τους παρακολούθησα για να δω απλά τις εκφράσεις τους κι άλλους τους ρώτησα ευθέως. Αυτό που ανακάλυψα ήταν πως όλοι τρέχανε να κρυφτούν απ’ την ήρεμη και τακτοποιημένοι ζωούλα τους. Τρέχανε απεγνωσμένα, άλλοι πίσω από επιφανειακά γκομενικά νταραβέρια, άλλοι στα μπαράκια μοναχοί τους, άλλοι αντιμετωπίζανε τη μιζέρια τους κατά μέτωπο, καθώς βλαστημούσαν για τις επιλογές τους. Α! Υπήρχαν και κάποιοι που χαμογελούσαν αρνούμενοι τα πάντα. Αυτούς που απαντάνε με καταφατικό χαμόγελο δεν τους πιστεύω ποτέ. Οι ευτυχισμένοι δε χαμογελούν καταφατικά, διηγούνται ιστορίες. Ωστόσο, τόσος τρόμος, τόση μετάνοια, για όσα παλέψανε; Να τους χαρακτηρίσω αγνώμονες ή θύματα της κοινωνικής δομής, που μας εμφυτεύει τους κανόνες για μια καλή ζωή κι εμείς σαν ηλίθιοι τους ακολουθούμε;

Στη δεύτερη κατηγορία, των απογειωμένων, ανήκουν συνήθως όσοι ξέρουμε, μα ποτέ δε γνωρίσαμε. Επιχειρηματικά μυαλά, σαν τον Ωνάση, ο οποίος είχε αποκοπεί απ’ τα ίδια τα παιδιά του και συνειδητοποίησε τη μοχθηρότητά του μόνο μετά τον θάνατο του γιου του. Ιδιοφυΐες, σαν τον Steve Jobs, ο οποίος πέθανε μόνος στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου γράφοντας «Το ασταμάτητο κυνήγι του πλούτου μετατρέπει έναν άνθρωπο σε ένα διεστραμμένο ον, ακριβώς σαν εμένα, ενώ η ευτυχία κρύβεται μονάχα στην αγάπη για τους ανθρώπους.» Καλλιτέχνες σαν την Amy Winehouse ή τον Jimi Hendrix, που πέθαναν από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ενώσω είχαν αγγίξει την απόλυτη καταξίωση κι επιτυχία.

Ήταν όλοι αυτοί που είχαν αποκτήσει τη ζωή που τα προσφέρει όλα∙ σεξ, ταξίδια, υλικά αγαθά, ξενύχτια, δόξα και λίγο θεό που τους πότιζε το ταλέντο. Η συγκεκριμένη ζωή δεν απαντάει στη λέξη «ρουτίνα», αλλά κανείς δεν κατάφερε να διαχειριστεί την ποικιλότητα. Άλλοι ξέχασαν τους ανθρώπους. Πώς ξεχνάς τους ανθρώπους, άραγε; Άλλοι παραμέλησαν την αγάπη. Πώς παραμελείς την αγάπη, άραγε; Κι άλλοι, ξεχάσανε να ζήσουν. Πώς ξεχνάς να ζήσεις, άραγε; Μήπως κι εγώ ξεχνάω ανθρώπους, αγάπη και ζωή;

Δεν ξέρουμε τι ζητάμε, κι όταν λέμε πως ξέρουμε, δεν έχουμε ιδέα. Είμαστε άπληστοι τελικά, ρε γαμώτο. Και πιο σιχαμένο ελάττωμα δε θα βρεις. Σου πασάρει καινούργιες ανάγκες, περισσότερα «θέλω» και σου κλέβει την ευτυχία γελώντας. Είμαστε ελαττωματικοί, αλλά ας μην το παραδεχτούμε -γιατί αν το κάνουμε, θα τρελαθούμε.

 

Συντάκτης: Eύα Μπάκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη