Ένα απ’ τα πιο ευχάριστα κι ολοκληρωτικά συναισθήματα είναι το να βρίσκεσαι σε μία σχέση και να νιώθεις ότι ο σύντροφός σου σε αγαπάει και σε νοιάζεται. Βέβαια, για να φτάσεις να ‘σαι σε μία τέτοια κατάσταση και να απολαμβάνεις το «μαζί», απαιτείται να ‘χεις προσεγγίσει πρώτα και μετά γνωρίσει τον υποψήφιο σύντροφο. Πώς, όμως, θα υλοποιηθεί αυτό, όταν φοβάσαι εσύ ο ίδιος να μιλήσεις σε αυτόν που γουστάρεις; Με ποιον άλλον τρόπο θα γίνει αυτή η πρώτη επαφή, αν δεν προηγηθεί ένας ειλικρινής διάλογος;

Ας αρχίσουμε με ένα σχετικά σχολικό αλλά και πολύ γνωστό παράδειγμα, αυτό του μπαρ. Όλοι έχουμε μπει σε μπαρ κι απ’ την πρώτη μία ώρα έχουμε σταμπάρει είτε ένα ωραίο παιδί ή μία ωραία κοπέλα στον ίδιο χώρο. Εφόσον έχουμε κάνει άπειρα σενάρια στο μυαλό μας για το τι θα μπορούσε να γίνει, αν τυχόν πάμε να του/της μιλήσουμε κι αφού το ‘χουμε συζητήσει με τους φίλους μας τουλάχιστον δύο ή τρεις ή εκατόν τρεις φορές, λαμβάνουμε την απόφαση να κάνουμε ένα βήμα προς το μέρος του ανθρώπου που μας ενδιαφέρει και την ίδια στιγμή το μετανιώνουμε, οπότε επιστρέφουμε στην αρχική μας θέση.

Φτάνει η ώρα να φύγουμε κι έτσι καληνυχτίζουμε τη σκέψη της προσέγγισης του εν λόγω προσώπου και μένουμε με την απορία του πώς θα μπορούσε να καταλήξει αυτή η βραδιά, ενώ παράλληλα αναρωτιόμαστε αν κατάλαβε πως γουστάραμε. Προφανώς κι όχι! Γιατί; Γιατί δεν είναι πολύ πιθανό το αντικείμενο του πόθου μας να έχει κάποιο μαντικό χάρισμα. Αν δεν κάνεις κίνηση, αν δεν πλησιάσεις, αν δε μιλήσεις, πώς να καταλάβει κάποιος πως σ’ ενδιαφέρει;

Διάφορα υποθετικά σενάρια και δυνητικά «αν» εξουσιάζουν τον νου μας, αλλά ίσως αυτό το οποίο οφείλουμε να σκεφτούμε είναι ότι δε φταίει καμία μοίρα που η απόπειρα προσέγγισής μας απεφάνθη ατελέσφορη, αλλά το φταίξιμο θα ‘πρεπε να εντοπιστεί στην έλλειψη θάρρους, που είχαμε εκείνη τη δεδομένη στιγμή, να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας και να πούμε στον άνθρωπο που μας αρέσει την αλήθεια, ότι δηλαδή τον γουστάρουμε.

Είναι λογικό να μας κυριεύει ο φόβος της απόρριψης όταν πρόκειται να πραγματοποιήσουμε το πρώτο βήμα, αλλά –όπως λένε– αν δε φας τα μούτρα σου μία φορά, δεν πρόκειται ποτέ να μάθεις, και στην τελική, αν δεν κάνεις καμία πρώτη κίνηση, για ποιο πράγμα να σε απορρίψει ο άλλος; Για κάτι υποθετικό, χωρίς ρεαλιστική υπόσταση;

Μην ξεχνάμε ότι, αν τυχόν πάρουμε τα ηνία στα χέρια μας και διεκδικήσουμε αυτόν που μας αρέσει, την επόμενη φορά που θα κληθούμε να πράξουμε αναλόγως, τα πράγματα θα φανούν κι όντως θα ‘ναι πιο ομαλοποιημένα, γιατί η πρώτη δύσκολη φορά –συγκριτικά με τις επακόλουθες– επετεύχθη.

Άρα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αν γουστάρεις κάποιον, ο δρόμος της ενδεχόμενης επιτυχίας είναι μονόδρομος κι ονομάζεται «λόγος», το πιο ισχυρό μέσο ή ίσως και το μοναδικό μέσο άμεσης προσέγγισης κάποιου. Αλλιώς μένεις με απορίες και το μυαλό σου καρφωμένο σε υποθετικά, φανταστικά, σενάρια, τα οποία δεν ωφελούν στην πραγματικότητα κάπου, αλλά τρέφουν μόνο ενδεχόμενα και συνάμα ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες να σε προσέξει αυτός που θες.

Το πράγμα είναι απλό και περίπλοκο αλλά παραμένει ένα ζητούμενο που σε καλεί να εκδηλωθείς, όταν κάποιον σου αρέσει και να μην περιμένεις καμία θεία φώτιση.

 

Συντάκτης: Βίκυ Αντωνιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη