Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες κι ό,τι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.

Σαν παιδιά όλοι μας έχουμε κάνει κάποτε μια σκανταλιά, μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία. Άλλες φορές μας πιάσανε στα πράσα, άλλες φορές ο ένοχος αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων κι άλλοτε ο ένοχος δε βρέθηκε ποτέ. Εμείς όμως θυμόμαστε τις ιστορίες αυτές μετά από χρόνια και πεθαίνουμε στα γελιά κάθε φορά που τις διηγούμαστε.

4 άτομα λοιπόν μας είπαν τις δικές τους ιστορίες κι εμείς σας τις παρουσιάζουμε:

 

– Γράφει η Ε.

Ένα γλυκό μυστήριο που μας κάνει και γελάμε, παραμένει ακόμη μια μικρή ίσως και μεγάλη σκανταλιά, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα!Εγώ τότε έξι ετών κι η μικρή μου αδερφή τεσσάρων, θα έπρεπε να βρισκόμαστε στα κρεβάτια μας και να κοιμόμαστε ένα χειμωνιάτικο και χριστουγεννιάτικο μεσημέρι. Εμείς όμως αποφασίσαμε πως ήταν καλή ιδέα να πάμε να παίξουμε κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο κατέληξαμε να γκρεμίζουμε. Σαν βρεγμένες γάτες, τρέξαμε αμέσως πίσω στα κρεβάτια μας κι όταν σηκωθήκαμε το δέντρο ήταν στη θέση του. Μαγεία των Χριστουγέννων ή η καλή διάθεση του μπαμπά και της μαμάς;

 

– Γράφει η Μ.

Μεγαλή σκανταλιά δεν τη λες, αλλά το αστείο είναι ότι μας έπιασαν στα πράσα. Φεύγουν οι γονείς μας λοιπόν από το σπίτι και μένουμε εγώ κι η αδερφή μου μόνες στο σπίτι. Δε θυμάμαι τις ηλικίες μας τότε αλλά πρέπει να ήμασταν γύρω στα δέκα. Έχουμε λοιπόν μια καταπληκτική κι αψυχολόγητη ιδέα να αδειάσουμε τα σαμπουάν από το παράθυρο πάνω από τη μπανιέρα, στην πίσω αυλή της γειτόνισσας. Κι ενώ είμαστε εν δράσει, μπαίνουν στο σπίτι οι γονείς μας κι αντικρύζουν εμάς με περίσσεια μανία να ζουλάμε τα σαμπουάν στοχεύοντας το κέντρο της αυλής. Τα ακούσαμε για τα καλά, αλλά κι οι γονείς από τότε μέχρι σήμερα έχουν την ίδια απορία: «γιατί;» κι εμείς ούτε τότε ξέραμε, ούτε τώρα αλλά ακόμα γελάμε πολύ κάθε φορά που το θυμόμαστε.

 

– Γράφει η Α.

Εντάξει, δεν είχα κάνει κάτι τόσο τραγικό, απλώς μετέτρεψα το σπίτι σε πισίνα. Ήταν που είχε πολύ ζέστη, ήταν που δε με πήγαιναν για μπάνιο στη θάλασσα οι γονείς μου γιατί δούλευαν κι εγώ θεώρησα πως κάπως πρέπει να βρω μόνη μου τη λύση να δροσιστώ. Άνοιξα λοιπόν τη βρύση στο νεροχυτή του μπάνιου και την άφησα να τρέξει μέχρι να πλημμυρίσει το μπάνιο και λιγάκι και τα υπόλοιπα δωμάτια. Πλατσούρησα λιγάκι αλλά η χαρά μου κράτησε λίγο, γιατί έπειτα οι γονείς μου αντιλήφθηκαν τι είχα κάνει. Δε μου τα έψαλλαν όμως και πολύ γιατί τους είπα ότι έγινε καταλάθος. Ακόμα αυτό πιστεύουν κι εγώ θα πάω στην κόλαση!

 

– Γράφει η Ν.

Εγώ ως παιδί δεν ήμουν, ας πούμε, και το πιο ήσυχο. Οι ζαβολιές ήταν στο αίμα μου και να σας πω την αλήθεια τις ευχαριστιόμουν κι ας με μάλωναν μετά. Ήμουν δεν ήμουν λοιπόν 5-6 ετών, όταν η προγιαγιά μου με έστειλε στο κοτέτσι που είχαμε δίπλα στο σπίτι να της φέρω 2-3 αυγά για το μεσημεριανό φαγητό. Πριν από αυτό όμως, είχε προηγηθεί ένα σκηνικό με τον παππού μου που μου την είπε -δε θυμάμαι γιατί- κι εγώ ήμουν έξαλλη. Κι επειδή οι κότες άνηκαν σε αυτόν, εγώ έκανα το χατίρι στην προγιαγιά να της φέρω τα αυγά, αλλά μιας και μου δόθηκε η ευκαιρία είπα να αυτοσχεδιάσω, για να δώσω ένα μάθημα στον παππού. Κυνηγάω λοιπόν μια μια τις κότες και τις μαζεύω όλες σε ένα μικρό σπιτάκι στο οποίο κοιμόντουσαν το βράδυ, κλειδώνω την πόρτα και κρύβω το κλειδί. Ο κότες είχαν και νερό και φαγητό κι όλα, αλλά ο παππούς μου κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό μέχρι να βρει το κλειδί, το οποίο έκανα πως βρήκα καταλάθος ενώ τον βοηθούσα να ψάξει. Τα αδέρφια μου ξέρουν ποιος έκανε τη βρωμοδουλειά αλλά τους έχω ορκίσει να πάρουν το μυστικό στον τάφο τους κι εννοείται πως γελάμε μέχρι δακρύων κάθε φορά που θυμόμαστε την ιστορία.