Η ζωή είναι απρόβλεπτη. Το ακούμε συχνά αυτό. Το ζούμε. Το καταλαβαίνουμε σε κάθε ευκαιρία που τυχαίνει κάτι εκτός των ορίων της λογικής μας, όταν δεν πηγαίνουν τα σχέδιά μας όπως τα μελετήσαμε. Είτε πρόκειται για θετική ή αρνητική τροπή των πραγμάτων. Υπάρχει όμως και σχετική θεωρία, αυτή του Μαύρου Κύκνου, περί απροόπτου και προβλεψιμότητας των καταστάσεων γύρω μας.

Πού κολλάει όμως ο Μαύρος Κύκνος; Ο όρος γεννήθηκε όταν Ολλανδοί εξερευνητές στην Αυστραλία έμειναν με το στόμα ανοιχτό στο αντίκρυσμα αυτού του ζώου που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί.. Από τότε ο όρος χρησιμοποιείται για πράγματα, πλάσματα ή γεγονότα, τόσο σπάνια, σαν να μην υπάρχουν.

Η θεωρία παρ’ όλ’ αυτά διατυπώθηκε από τον Λιβανέζο ακαδημαϊκό και συγγραφέα Nassim Nicholas Taleb το 2001, αναφερόμενος στο σκεπτικό των Δυτικών, που πίστευαν ότι μόνο λευκοί κύκνοι υπάρχουν αφού έως τότε δεν είχαν δει κάτι διαφορετικό. Θα μπορούσαμε να πούμε αντίστοιχα ότι τα θρησκευτικά πιστεύω κάθε ανθρώπου είναι γεγονότα «μαύροι κύκνοι» ή όχι; Ο αναπάντεχος θάνατος ενός αγαπημένου υγιούς προσώπου αποτελεί «μαύρο κύκνο» άραγε; Η νίκη εκατομμυρίων σε τυχερά παιχνίδια είναι ή όχι;

Αρχικά για να χαρακτηριστεί ένα γεγονός ως «μαύρος κύκνος» πρέπει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις κατά Taleb. Πρώτον, να είναι πολύ ασυνήθιστο, έξω από τα όρια της λογικής, κάτι το πρωτότυπο, που δε θα το φανταζόταν ο νους. Δεύτερον, πρέπει να έχει έντονο αντίκτυπο στο περιβάλλον, τον άνθρωπο ή την κατάσταση στην οποία συμβαίνει. Και τρίτον, όταν πλέον περάσει και γίνει παρελθόν, να μπορεί να εκλογικευτεί ή να θεωρηθεί εκ των υστέρων προβλέψιμο.

Η ουσία πάντως είναι ότι τα πράγματα που δε γνωρίζουμε είναι πιο σημαντικά από αυτά που γνωρίζουμε. Μπορεί να αναλύουμε ένα πρόβλημα με τις ώρες, τις μέρες ή τα χρόνια, νομίζοντας ότι προβλέπουμε όλες τις πιθανές λύσεις ή εκβάσεις. Κι όμως, όταν έρχεται η ώρα «μηδέν», δημιουργείται η εντύπωση ότι τελικά το αποτέλεσμα ήταν προφανές.

Τρανό παράδειγμα, η χρήση των κινητών τηλεφώνων. Άνθρωποι που μεγαλώνοντας δεν μπορούσαν να φανταστούν τέτοια εξέλιξη της τεχνολογίας, ώστε να είναι σε θέση να κουβαλούν παντού μαζί τους ένα κινητό και να επικοινωνούν όποτε θέλουν με όποιον θέλουν. Κι όμως, από τη στιγμή που βγήκε στον αέρα αυτή η τεχνολογία, ακόμα και οι άνθρωποι που έζησαν την αλλαγή σε μεγαλύτερη ηλικία, ενσωματώθηκαν και τώρα θεωρούν ότι η χρήση του κινητού είναι κάτι το εντελώς φυσιολογικό.

Στον αντίποδα, άλλο παράδειγμα είναι το τρομοκρατικό γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου. Ένα πρωί οι άνθρωποι που εργάζονταν στα κτίρια αυτά, καλημέρισαν την οικογένειά τους κι οδηγήθηκαν στις δουλειές τους. Κανείς δεν προέβλεψε αυτή την καταστροφή κι όμως έγινε κι όλοι πλέον το γνωρίζουν.

Τα γεγονότα «μαύροι κύκνοι» δεν επιδέχονται πρόβλεψης γι’ αυτό και δε θα μπορούσαν να αποτραπούν με κάποιον τρόπο. Είναι όλα αυτά που συμβαίνουν και που αποτελούν το άγνωστο που κρύβει η ζωή, αυτό που την κάνει τόσο ξεχωριστή. Ακόμα και στις αρνητικές τις εξελίξεις, τα πράγματα έτσι είναι. Πόλεμοι πέρασαν, πανδημίες συνέβησαν, αθώοι άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους, όμως οι υπόλοιποι συνεχίζουν μαθαίνοντας.

Είναι τόσο πολλά που δε γνωρίζουμε κι άλλα τόσα που νομίζουμε ότι ξέρουμε, αλλά πραγματικά είναι άγνωστα. Εφόσον για τα άγνωστα δεν μπορούμε να ετοιμαστούμε ψυχολογικά, σωματικά ή κοινωνικά, το ανθρώπινο είδος εστιάζει σε αυτά που ξέρει, τα μελετά, τα αναλύει, τα βελτιστοποιεί. Και κάθε τι που συμβαίνει γίνεται ένα μάθημα, επανάληψης ή αποτροπής. Μέχρι να συμβεί το επόμενο απρόοπτο και φτου κι από την αρχή.

Μα αυτό είναι το ενδιαφέρον τελικά. Το προβλέψιμο είναι βαρετό, είναι σύνηθες, είναι η ρουτίνα.  Το απρόβλεπτο όμως μπορεί να αναποδογυρίσει τη ζωή 180 μοίρες. Αν είναι προς το καλό, λέγεσαι τυχερός. Αν είναι προς το κακό, εγώ θα πω ότι και πάλι τυχερός είσαι κατά κάποιον τρόπο, καθώς μέσα από τις δυσκολίες θα βγεις πιο δυνατός, οπλισμένος κι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τα πάντα. Οπότε δε θα ευχηθώ να μας τύχουν «μαύροι κύκνοι» στη ζωή μας, παρά να μην παίρνουμε τα πάντα για δεδομένα και να ανοίγουμε τους ορίζοντές μας κάθε μέρα λιγάκι παραπάνω.

 

Συντάκτης: Ίλυα Τρανούδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου