Αθήνα και Θεσσαλονίκη, δυο πανέμορφες πόλεις της χώρας μας, που η καθεμιά έχει τη δική της χάρη. Για χρόνια κυριαρχεί μια λεξιλογική κόντρα με τις αντιδράσεις Αθηναίων και Θεσσαλονικέων να προκαλούν γέλιο, καβγάδες κι ευτράπελα.

Δεν είναι ότι δεν αγαπάμε το αντίπαλο δέος, ίσα-ίσα κι οι Θεσσαλονικείς αγαπάμε τους Αθηναίους για τον αέρα και τη σπιρτάδα τους κι οι Αθηναίοι μας αγαπάτε για τη γενναιοδωρία και τη χαλαρότητά μας. Ναι, καλά εντάξει, καμιά φορά απορείτε: «Πώς είναι δυνατόν 10:00 το πρωί να μην υπάρχει ανοικτό σούπερ μάρκετ;». Θεσσαλονίκη είσαι αφού, Σάββατο είναι κιόλας, όλα είναι λίγο πιο αργά και χαλαρά. Ασκήσεις ζεν, φίλοι μου, το άγχος και οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, μας γερνάνε πιο γρήγορα. Γι’ αυτό εδώ στη Σαλόνικα είμαστε όλοι φράπες και χαμογελαστοί. Πάμε να δούμε τις αιώνιες διαφορές με σειρά και να πάρουμε αντικειμενικά θέση.

Καλαμάκι. Με ποια λογική το σουβλάκι ονομάζεται καλαμάκι, φίλοι μου Αθηναίοι; Ολόκληρος Αθανάσιος Διάκος και σουβλίστηκε και τα κομμάτια χοιρινού θα τα καλαμακώσουμε; Να δεχθώ ότι το ξυλάκι λέγεται ιδιωματικά και καλαμάκι ως μικρό καλάμι, αλλά και πάλι απ’ τη στιγμή που υπάρχει ρήμα που αποδίδει πλήρως το νόημα της κατάστασης, γιατί να προσπαθούμε να εφεύρουμε νέους τρόπους ονομασίας μόνο και μόνο για να διαφοροποιηθούμε; Το καλαμάκι είναι στη Θεσσαλονίκη το μικρό πλαστικό καλάμι με το οποίο πίνουμε καφέ, αναψυκτικά και οτιδήποτε πόσιμο. Τα κομμάτια κρέατος σουβλισμένα σ’ ένα ξύλινο καλάμι-άκι είναι το σουβλάκι και η αλήθεια είναι ότι εδώ οι Θεσσαλονικείς έχουμε δίκιο. Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1-0.

Τυρί. Το τυρί για τους Αθηναίους είναι μια λέξη που χαρακτηρίζει όλα τα τυριά. Και πολύ σωστά θα προσθέσω. Για τους Θεσσαλονικείς το τυρί είναι ένα, η φέτα. Και όλα τα υπόλοιπα κίτρινα τυριά είναι κασέρια, ενώ και το κασέρι είναι παρεμπιπτόντως είδος κίτρινου τυριού. Βέβαια, να πω εδώ ότι δεν είναι ότι δε γνωρίζουμε ότι η φέτα δεν είναι το μοναδικό τυρί, είναι ότι δε γίνεται να πας σε σπίτι Θεσσαλονικιού ή γενικά Βορειοελλαδίτη και να μη βρεις πάνω στο τραπέζι ψωμί και φέτα. Η φέτα στη Βόρειο Ελλάδα συνοδεύει απαραιτήτως όλα τα φαγητά και δε γίνεται ν’ απουσιάζει απ’ οποιοδήποτε γεύμα. Θέλετε κατάλοιπο κατοχικού συνδρόμου απ’ τους παππούδες μας που τρέφονταν τότε μόνο με ψωμί και τυρί, θέλετε γιατί ως επί το πλείστον έχουμε ανεπτυγμένες κτηνοτροφικές μονάδες στο βορρά, θέλετε γιατί απλώς μας αρέσει πολύ η γεύση της φέτας; Αλλά το σωστό να λέγεται. Εδώ, λοιπόν, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 0-1.

Σουβλάκι. Σουβλάκι, όπως εξηγήσαμε και ανωτέρω, είναι τα κομμάτια κρέατος περασμένα σε ξυλάκι. Τώρα, γιατί οι φίλοι μας οι Αθηναίοι ονομάζουν σουβλάκι το πιτόγυρο, ένας Θεός ξέρει. Η πίτα που εμπεριέχει κομμάτια χοιρινού κρέατος πώς γίνεται να είναι σουβλάκι, βρε παιδιά, όταν δεν έχει κάτι σουβλισμένο εντός; Θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέρουμε. Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1-0.

Μπουγάτσα. Στην Αθήνα και γενικά στη νότιο Ελλάδα, η μπουγάτσα είναι αυτή με την κρέμα μόνο, η γλυκιά. Στη Θεσσαλονίκη η μπουγάτσα μπορεί να έχει τυρί, κρέμα ή ακόμη και κιμά. Η αλήθεια είναι ότι «μπουγάτσα» είναι το είδος του φύλλου που ανοίγεται και όχι η γλυκιά πίτα. Η τυρόπιτα απ’ την άλλη έχει άλλο φύλλο απ’ την μπουγάτσα, οπότε δε στέκει το επιχείρημα ότι αλμυρή είναι μόνο η πίτα και η μπουγάτσα είναι μόνο γλυκιά. Η μπουγάτσα μπορεί να είναι γλυκιά και αλμυρή, ασχέτως αν η Θεσσαλονικιώτικη και ευρέως διαδεδομένη είναι με την κρέμα. Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1-0 στη μπουγάτσα.

Τοστ. Στην Αθήνα το τοστ είναι το τετράγωνο ψωμάκι με ό,τι έχει μέσα, είτε ψημένο είτε άψητο. Στη Θεσσαλονίκη το τοστ είναι το πατημένο σάντουιτς. Δηλαδή τοστ είναι και το τετράγωνο ψωμάκι, αλλά και το μακρόστενο ψωμάκι πατημένο. Εδώ, η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Γιατί τοστ είναι το τετράγωνο ψωμάκι με ό,τι περιέχει, αλλά το ψημένο, εξ ου και τοστ. Θεσσαλονίκη-Αθήνα x.

Αλοιφή. Στην Αθήνα ό,τι βάζεις σε τυροσαλάτα, τζατζίκι, τυροκαυτευρή ή ρώσικη λέγεται σαλάτα, ενώ στη Θεσσαλονίκη τις ονομάζουμε αλοιφές, προφανώς γιατί αλείφονται. Εδώ δεν ξέρω ποιος έχει δίκιο, γιατί και οι δυο όροι χρησιμοποιούνται.

Και θα πάω στη μεγάλη διαφορά μου και με, σου και σε. «Πλάκα με κάνεις, ρε φιλαράκι;», θα ακούσεις να σου λέει ο φίλος σου ο Θεσσαλονικιός και θα σκεφτείς ότι αυτός αγρόν ηγόραζε στο δημοτικό που μαθαίνατε τις κλίσεις των αντωνυμιών. Δεν είναι έτσι όμως, αλλά αποτελεί ιδιωματισμό και συγκεκριμένα κατάλοιπο της κατάργησης της δοτικής. Στη Νότιο Ελλάδα φαίνεται ότι μετά την κατάργηση επικράτησε η χρήση της γενικής, ενώ στη Βόρειο Ελλάδα η αιτιατική. Μιας και η απελευθέρωση απ’ τους Τούρκους και η δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους ξεκίνησε απ’ την Πελοπόννησο είναι λογικό η χρήση της γενικής να επηρέασε την κοινή, νέα, ελληνική γλώσσα. Οπότε δεν είναι λάθος το με, ίσως όχι τόσο λόγιο, αλλά χρησιμοποιείται ορθώς.

Όσες διαφορές κι αν μας χωρίζουν, άλλα τόσα μας ενώνουν και πέρα απ’ τη φαινομενική κόντρα απολαμβάνουμε τις στιγμές που ο καθένας υπερασπίζεται τους δικούς του ιδιωματισμούς. Τι σημασία έχει αν είναι όζα ή μανό, ξέρεις ή ξες, λάστιχο ή φούιτ, έβαλε ή έβγαλε κρύο, σου λέω ή σε λέω; Είναι όμορφο να συναντιούνται άνθρωποι που μεγάλωσαν σε διαφορετικό περιβάλλον φέροντας τα δικά τους ιδιώματα και παρά τις διαφορές να καταλήγουν να γίνονται οικογένεια.

Γι’ αυτό γελάστε με τις διαφορές μας, όποιες κι αν είναι και μην τις παίρνετε στα σοβαρά. Μεταξύ μας, όλοι με τον ίδιο τρόπο αγαπάμε και αυτό είναι το σημαντικό.

 

Συντάκτης: Αναστασία Νάννου