Η Μαργαρίτα κοίταζε συνεχώς ανήσυχα είτε προς την είσοδο του εστιατορίου είτε το ρολόι της. Έπαιζε με τα χέρια της κι έδειχνε νευρική την ίδια ώρα που ο Ορέστης ξεφύλλιζε αδιάφορα το μενού.

«Λες θα έρθουν αυτή τη φορά;», τον ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Δεν ξέρω. Η αδερφή σου είναι ικανή για όλα. Αλλά να σου πω την αλήθεια, δε με νοιάζει και καθόλου», απάντησε ο Ορέστης. «Τι δήθεν μέρος είναι αυτό που πρότειναν. Εγώ αηδίες δεν τρώω, στο δηλώνω από τώρα» συνέχισε ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά γύρω του.

Η Μαργαρίτα δε σχολίασε, αλλά κοίταξε κινητό της ακόμη μία φορά. Λίγα λεπτά αργότερα έφτασε κι η παρέα τους. Η Μαργαρίτα σηκώθηκε και τους χαιρέτησε εγκάρδια ενώ ο Ορέστης δεν μπήκε στον κόπο να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του.

Τους έχεις δει πολλές φορές. Τους συναντάς σχεδόν κάθε Σάββατο βράδυ σε γνωστά στέκια αλλά και καθημερινές απογεύματα μετά τη δουλειά. Σε πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να πει κανείς πως τους βλέπεις και τους ζηλεύεις. Νέα, όμορφα ζευγάρια. Ίσως είναι και πετυχημένοι. Αν είναι αρκετά τυχεροί, μπορεί να είναι και πραγματικά ερωτευμένοι. Λίγο το γεγονός πως το ραντεβού που τσίμπησες απ’ το τσατ σε έστησε, λίγο που είσαι και γραφιάς και λατρεύεις να ακούς συζητήσεις τρίτων και να παρατηρείς, η βραδιά σου απέκτησε νέο ενδιαφέρον.

Εκ πρώτης όψεως ήταν δυο ζευγάρια αταίριαστα μεταξύ τους. Οι μεν έμοιαζαν ασύμβατοι με το κομψό περιβάλλον του εστιατορίου κι οι δε ήταν κυριλέ, είχαν την άνεση ανθρώπων που βρίσκονταν σε χώρο που τους ήταν οικείος. Θα έλεγε κανείς πως η Μαργαρίτα κι ο Ορέστης σκόπευαν να περάσουν το βράδυ τους αράζοντας έξω από μια καντίνα στη Μιχαλακοπούλου και βρέθηκαν εκεί τυχαία. Όμορφοι και οι δυο τους αλλά επιμελώς ατημέλητοι κι αρκετά απλοί για τη βραδιά και το μέρος. Ήθελαν απλά να ‘ναι μαζί, χωρίς να σκοτίζονται για το πού.  Η Ελένη κι ο Μάνος ήταν κομψοί και προσεγμένοι σε όλες τους τις λεπτομέρειες, αυστηροί κι οριακά ανέκφραστοι. Ήταν σίγουρα κάποια χρόνια μεγαλύτεροι απ’ τη Μαργαρίτα και τον Ορέστη.

«Είχε απίστευτη κίνηση και συν τοις άλλοις δυσκολευτήκαμε να παρκάρουμε», είπε ο Μάνος και κάθισε δίπλα στην Ελένη.

«Μπα, έχεις αυτοκίνητο; Ποιος το κλαίει;» ειρωνεύτηκε ο Ορέστης.

«Έλα τώρα. Κάποια στιγμή θα καταφέρεις κι εσύ να περάσεις τις εξετάσεις για το δίπλωμα οδήγησης» απάντησε ο Μάνος.

«Σταματήστε! Έρχεται ο σερβιτόρος!» είπε η Ελένη, χωρίς να σχολιάσει κάτι άλλο. «Πόσο χαίρομαι που μαζευτήκαμε επιτέλους όλοι μαζί. Σας ευχαριστώ πολύ» συνέχισε σηματοδοτώντας με μία πρόποση την έναρξη του δείπνου. «Ελπίζουμε να σας αρέσει η επιλογή που κάναμε. Εμείς ερχόμαστε αρκετά συχνά εδώ, μου αρέσει πολύ κι ο Μάνος δε μου χαλάει χατίρι», είπε αγγίζοντας διακριτικά το χέρι του Μάνου ο οποίος της χαμογέλασε τυπικά και τράβηξε το χέρι του.

«Εμείς δεν έχουμε συγκεκριμένα στέκια. Μας αρέσουν οι αλλαγές. Τόσο που ταξιδεύουμε, εξάλλου, δε μας βρίσκεις και συχνά στην πόλη» είπε η Μαργαρίτα.

«Και προσέχουμε και τη διατροφή μας. Γενικά αποφεύγουμε τις υπερβολές» συμπλήρωσε ο Ορέστης.

«Εμείς μετά από μια κουραστική ημέρα στο γραφείο, πάντα έχουμε την ανάγκη να βγούμε και να χαλαρώσουμε» απάντησε η Ελένη.

Η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ψυχρή κι επίσημη. Στο τραπέζι υπήρχαν κεριά, χαμηλός φωτισμός κι ακουγόταν κλασική μουσική.

«Τι μουσική είναι αυτή που παίζει, αγάπη μου; Χριστουγεννιάτικη;» ειρωνεύτηκε ο Ορέστης.

«Όχι, παιδί μου. Αυτές είναι ζωντανές εκτελέσεις των πιο γνωστών κλασικών συνθέσεων. Μάνο, θυμάσαι τότε στη Βιέννη που πήγαμε σε μια τέτοια συναυλία;» ρώτησε η Ελένη.

«Φυσικά και το θυμάμαι. Είχες πραγματικά ενθουσιαστεί εκείνη την ημέρα» της απάντησε κι έστρεψε ξανά την προσοχή του στο πιάτο του.

«Πάντως, την επόμενη φορά θα ήθελα να μας επιτρέψετε να διαλέξουμε εμείς το μέρος. Μήπως περάσουμε και λίγο καλά» πετάχτηκε αστειευόμενος ο Ορέστης που βρήκε σύμμαχο στο πονηρό μειδίαμα της Μαργαρίτας και το χάδι της στο χέρι του κάτω απ’ το τραπέζι.

«Αλήθεια, εσείς πότε με το καλό θα πάρετε πτυχίο;» ρώτησε ο Μάνος.

«Μας έχουν μείνει κάποια μαθήματα ακόμη, κάνουμε παράλληλα και την πρακτική μας» απάντησε η Μαργαρίτα.

«Δε βιαζόμαστε, εξάλλου. Με την εμπειρία μας κι ένα πολύ καλό πτυχίο που θα έχουμε σύντομα, θα είμαστε περιζήτητοι» συμπλήρωσε ο Ορέστης.

«Αν χρειαστείτε οποιαδήποτε βοήθεια ή συμβουλή, μη διστάσετε» τους είπε ο Μάνος.

«Έχεις αναλάβει πολλές ευθύνες τελευταία πάντως, Ελένη μου» είπε η Μαργαρίτα.

«Η αλήθεια είναι πως δεν έχω καθόλου χρόνο πια. Ευτυχώς ο Μάνος με βοηθάει πολύ να προσαρμοστώ μετά το ατύχημα. Να φανταστείς ξυπνάει κάθε πρωί απ’ τις πέντε για να προλάβει να με αφήσει πρώτα εμένα στο γραφείο και να πάει μετά κι εκείνος στη δουλειά του.

«Πόσο καλός» σχολίασε η Μαργαρίτα.

«Εγώ συγκριτικά μοιάζω άχρηστος ε;», σχολίασε ο Ορέστης με ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Ίσως γι’ αυτό εμάς δε μας καλεί η μητέρα σας σχεδόν ποτέ στο σπίτι» συνέχισε.

«Ίσως φταίει που εσείς είστε ακόμη σε άλλη φάση. Από εμάς έχουν κι εγγόνια» του απάντησε ο Μάνος.

Μόλις άρχισαν να σερβίρονται τα πρώτα πιάτα στο τραπέζι επικράτησε σιωπή. Ο Μάνος έριχνε κλεφτές ματιές στο κινητό του ενώ ο Ορέστης δεν έχανε ευκαιρία για να δώσει κάνα πεταχτό φιλί στη Μαργαρίτα. Σε λιγότερο από μία ώρα όλοι τους είχαν φύγει. Οι μεν μπήκαν στο αυτοκίνητο αμίλητοι με κινήσεις μηχανικές, οι δε περπάτησαν αγκαλιά για το σπίτι, ενώ τους άκουγες να γελάνε νευρικά σαν πιτσιρίκια που μόλις έκαναν ζαβολιά.

Έμεινες για λίγη ώρα να κοιτάς το άδειο πλέον τραπέζι τους. Εκείνο το βράδυ είδες ένα μεγάλο έρωτα αλλά όχι εκεί που έκανε φασαρία για να πείσει. Ίσως να μη συνάντησες τους πρωταγωνιστές του νέου σου βιβλίου, σίγουρα όμως δεν πέρασες μια βαρετή βραδιά.

 

Συντάκτης: Νεφέλη Μπαντελά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη