Αρτιμέλεια, αναπηρία, απώλεια της υγείας ψυχικής ή σωματικής,  βλάβη, αλλαγή. Κανείς δεν είναι απόλυτα υγιής, όλοι είμαστε εν δυνάμει ασθενείς, καθώς η φθορά του χρόνου θα μας φέρει αντιμέτωπους αργά ή γρήγορα με θέματα υγείας. Φυσικά, ο φόβος της βλάβης και της απώλειας αυτής της ιδεατής εικόνας ενός αρτιμελούς και οπτικά υγιούς προτύπου, υπάρχει στην ανθρώπινη φύση κι έχει διαπεράσει τις κοινωνικές αντιλήψεις από τα πρώτα χρόνια του ανθρώπου. Είναι η ορατή υπενθύμιση του φόβου του απώλειας και του θανάτου. Αυτός ο φόβος είναι ο βασικός λόγος που αρκετοί άνθρωποι στέκονται αμήχανα μπροστά σε έναν άνθρωπο με αναπηρία. Βεβαίως, τα κοινωνικά πρότυπα επιτάσσουν μια ιδεατή εικόνα, στην οποία δεν ανταποκρίνονται οι πραγματικοί άνθρωποι, καθώς είναι αποτέλεσμα προγραμμάτων ψηφιακής επεξεργασίας και μιας γενικότερης βιομηχανίας marketing, ιδανικών ανθρώπων με τέλειες αναλογίες, αιώνια νεότητα και φυσικά καμία εμφανή φθορά και βλάβη στην εξωτερική τους εμφάνιση.

Όταν όλοι βομβαρδιζόμαστε από την προώθηση τέτοιων προτύπων και νιώθουμε ασφυκτικά με τις συγκρίσεις και το κυνήγι του ιδανικού, χάνουμε την ουσία της ζωής και της αντιμετώπισής της. Η φθορά είναι μια πραγματικότητα, η αναπηρία μπορεί να συμβεί σε όλους κι όλες, η ψυχική και σωματική υγεία εύκολα βάλλεται και συχνά αυτό δεν είναι αναστρέψιμο.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα ΜΜΕ παρουσίαζαν με συγκεκριμένο τρόπο, ανθρώπους με αναπηρία, με την αίσθηση ότι θα θεραπευτούν ξαφνικά, δίνοντας έμφαση και προβάλλοντας όσους ξεπέρασαν πρακτικά εμπόδια, ακόμα και δημιουργώντας καχυποψία σχετικά με την ύπαρξη ή μη αυτής της αναπηρίας. Τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της υπεράσπισης κοινωνικών ομάδων που βάλλονται, εισήγαγαν τον όρο ableism (able+ism), ο οποίος όρος στην ελληνική γλώσσα, μπορεί να αποδοθεί ως αρτιμελισμός, δηλαδή έμφαση στην αρτιμέλεια. Στην ελληνική γλώσσα και λόγω δυσκολιών στην απόδοση του νοήματος, η λέξη αυτή τελευταία έχει γίνει γνωστή ως μισαναπηρισμός, δηλαδή μίσος για την αναπηρία, εννοώντας εκδηλώσεις φόβου, διακρίσεων και συμπεριφορών με καχυποψία, έλλειψης σεβασμού, των ανθρώπων με αναπηρία, ως μορφή κοινωνικής καταπίεσης.

Η διαφορετικότητα που βλέπουμε γύρω μας κι υπάρχει σε όλους μας, καθώς κανείς δεν είναι ίδιος με τον διπλανό του, αλλά τόσο μοναδικά διαφορετικός, κρύβεται δυστυχώς πίσω από ευφάνταστες ταμπέλες κατηγοριοποιήσεων όλων των ανθρώπων. Όλοι είμαστε άνθρωποι με μεγαλύτερες ή μικρότερες δυσκολίες στην καθημερινότητα. Ο πολιτισμός και η εξέλιξή μας, προτάσσει να αντιμετωπίζουμε με σεβασμό τις ιδιαίτερες ανάγκες των ανθρώπων, καθώς αυτές δεν μπορούν να μπουν σε ταμπέλες και κατηγορίες. Το γεγονός ότι όλοι καθημερινά είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στη φθορά θα πρέπει να μας κάνει ευαισθητοποιημένους σε σχέση με την αντίληψη θεμάτων υγείας κι απώλειας αυτής, είτε σε σωματικό είτε σε ψυχικό επίπεδο.

Δε θα πρέπει να υπάρχουν διακρίσεις, αλλά πρακτική βοήθεια και στήριξη όσων ανθρώπων σε αυτή τη χρονική φάση αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην καθημερινότητα και στη διαβίωσή τους, λόγω αλλαγής στη σωματική ή ψυχική τους υγεία. Εάν σκεφτούμε μέσω αυτού του πρίσματος κι αντιμετωπίσουμε το κάθε άνθρωπο ως μια μοναδική προσωπικότητα και ύπαρξη, θα σταθούμε σοβαρά απέναντι σε διαφορετικές ανάγκες και δυσκολίες. Η κοινωνία μας κάνει θετικά βήματα στην αναγνώριση τέτοιων θεμάτων με στόχο την αποφυγή διακρίσεων, όμως το μεγαλύτερο βάρος,  εφόσον η κοινωνία είμαστε όλοι εμείς, πέφτει κατά συνέπεια σε εμάς. Εάν αλλάξουμε αυτή την αντίληψη πρώτα σε προσωπικό επίπεδο και μετά στην πρακτική εφαρμογή της με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, αυτό θα πολλαπλασιαστεί και σύντομα κάτι θα αλλάξει.

Παρατηρούμε το διαφορετικό, αλλά να δε μένουμε στην επιφανειακή αντίληψη· όλοι έχουμε την ίδια βασική ανάγκη για αποδοχή, αγάπη και σύνδεση. Αυτό είναι το μόνο σημείο που θα πρέπει να στοχεύσουμε. Το ιδανικό δεν υπάρχει, η υγεία είναι μια προσωρινή κατάσταση που εύκολα μεταβάλλεται, όλοι είμαστε μαζί σε αυτό και το να θεωρεί κανείς ότι είναι απ’ έξω και τίποτα δε θα τον επηρεάσει στη ζωή και την πορεία του είναι μια θέση που χρειάζεται επεξεργασία.

Συντάκτης: Αιμιλία Λυμπέρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου