«Δε με ικανοποιεί αυτό», «δε με γεμίζει», «κάτι φταίει, δε νιώθω καλά». Είναι φράσεις που λέμε ή τις ακούμε συχνά από ανθρώπους γύρω μας.  Ένα αίσθημα κενού, ένα αίσθημα ανικανοποίητου, μια πείνα που δε σταματάει, μια αίσθηση συνεχόμενης λιγούρας, μα ποτέ κορεσμού για διάφορα που μας συμβαίνουν. Υπάρχουν μικρές στιγμές που όλα είναι στη θέση τους, όμως γρήγορα σβήνει η αίσθηση ότι όλα είναι εκεί που πρέπει κι είναι πάλι εκεί αυτό το βαρίδι, «δεν τα έχω κάνει καλά», «κάτι άλλο πρέπει να γίνει», «δε νιώθω σταθερή ικανοποίηση από αυτά που μου συμβαίνουν».

Για άλλους μπορεί να είναι το έτερον ήμισυ, γιατί έχουν πολλές σκέψεις όπως ότι «δεν είναι αυτό που μου αξίζει, αυτό που ονειρευόμουν, κάτι άλλο σκεφτόμουν, δε νιώθω πλήρης». Για άλλους είναι το αίσθημα ανικανοποίητου με τη δουλειά τους κι όσα κάνουν. Εάν ψάξουμε όμως βαθιά και προσπαθήσουμε να δούμε πότε μας πιάνει αυτό το αίσθημα, θα ανακαλύψουμε ότι έχει να κάνει αρκετά με την αίσθηση ικανοποίησης από τον εαυτό μας.

Θα τολμήσω εδώ μια σύνδεση, τη σύνδεση με τον καθρέφτη και τη ζυγαριά μας που έχει μεγάλο κομμάτι ευθύνης. Το σώμα μας και το πόσο αισθανόμαστε καλά σε αυτό εντείνει ή ατονεί την αίσθηση αυτή. Το πώς νιώθουμε για το πιο κοντινό μας μέρος, το σώμα μας, δημιουργεί αυτή την αίσθηση ανικανοποίητου. Αυτό λειτουργεί αμφίδρομα, είτε βλέπουμε κάτι στην αντανάκλασή μας και στην αίσθηση που έχουμε μέσα στα ρούχα μας κι εάν μας αρέσει, μας ενισχύει, είτε νιώθουμε καλά στην ψυχολογία μας και η αντανάκλασή μας φτιάχνει γιατί νιώθουμε όμορφα. Τι συμβαίνει όμως τι μέρες που το κενό μέσα μας δε γεμίζει με τίποτα κι όλα μας φταίνε, ακόμα κι εάν τα ρούχα μας είναι άνετα επάνω μας και η αντανάκλασή μας δεν μας κάνει να στρέφουμε αλλού το βλέμμα; Από πού ξεκινάει αυτή η ακόρεστη πείνα;

Ξέρεις από πού ξεκινάει αλλά θες να το δικαιολογήσεις. Ότι δεν ξέρανε κι αυτοί, ήταν μικροί, δούλευαν πολύ, δεν είχαν χρόνο και δεν είχαν και γνώσεις ψυχολογίας, έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Πας πολύ πίσω και νιώθεις σαν να συμβαίνουν τώρα εκείνα τα μελαγχολικά απογεύματα καθημερινής, ακόμα κι όταν δεν πήγαινες σχολείο, αλλά και πιο μετά. Το ίδιο μελαγχολικό αίσθημα το απόγευμα μετά το σχολείο, εκείνο το αίσθημα ότι πρέπει να φροντίσεις εσύ τον εαυτό σου, ενώ πρέπει άλλοι να είναι εκεί για να σε φροντίσουν.

Άλλοι ήταν τυχεροί και φροντίστηκαν αρκετά στα μικρά τους χρόνια, αυτοί αντέχουν παραπάνω. Άλλοι όμως δε φροντίστηκαν ούτε στα μικρά χρόνια ούτε στα μεγαλύτερα. Μπορεί να υπήρχε ένα αγαπημένο πρόσωπο που ήταν εκεί κι έτρεφε την αίσθηση για φροντίδα και προσοχή, όμως σε άλλους μπορεί να μην ήταν κανείς τριγύρω ή να ήταν κομήτης αυτό το πρόσωπο φροντίδας κι ανακούφισης των αναγκών. Εκεί γίνεται το μπλέξιμο. Εκεί η πείνα και ο μη κορεσμός, γιατί δε χορτάσαμε τότε που έπρεπε. «Μήπως χορταίνει και κανείς;», σκέφτεσαι. Είναι ένας φαύλος κύκλος πείνας κι ανικανοποίητου.

Μην κατηγορείς κανέναν, τα ίδια μπορεί να κάνεις κι εσύ, γιατί είναι δύσκολη η πορεία της ζωής και η καθημερινότητα. Εσύ όμως είσαι πιο υποψιασμένος γιατί έχουν εξελιχθεί πολλά. Ξέρεις πώς συνδέεται η παιδική ηλικία με την αίσθηση του εαυτού μας. Στην κρίσιμη ώρα όμως, είναι τόση η κούραση, η αϋπνία και τα νεύρα που ίσως κι εσύ δεν τα καταφέρεις ακριβώς όπως τα φανταζόσουν. Ένα πρέπει να θυμόμαστε: θέλει κόπο και πολλή δουλειά μέσα μας. Πολλά δάκρυα και πολλές φορές να συγχωρήσεις και τον εαυτό σου και τους άλλους.

Μια λύση είναι να δίνουμε σημασία στα μικρά και καθημερινά. Μη μας παρασύρει η ζωή. Ας δώσουμε σημασία στα μελαγχολικά απογεύματα καθημερινής. Μην τα αφήνουμε να είναι μελαγχολικά ούτε για εμάς, ούτε για όσους είναι πολύ κοντινοί μας. Ίσως εκεί συμβεί μια πρώτη μικρή ανακούφιση στην ακόρεστη πείνα μας. Ίσως οι επόμενοι, εάν δώσουμε εμείς σημασία σήμερα, γίνουν λιγότερο πεινασμένοι κι ανικανοποίητοι στο μέλλον. Κι αυτό, αν συνεχίσει και γίνει μια καλή συνήθεια, θα είναι τόσο καλή που κάπου στο μέλλον, ίσως σε 100 χρόνια να μην πεινάει πια κανείς για αγάπη και φροντίδα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αιμιλία Λυμπέρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου