πόσα κορμιά δεν τράνταξαν τη μοναξιά μου/ όταν πήρα το ντιβάνι ήταν γερό δεν άντεξε στον έρωτα. (Ντ. Χριστιανόπουλος)

Τρικυμία είναι ο έρωτας· μέσα μας, γύρω μας και πάνω μας. Φαίνεται ο άτιμος στο πρόσωπό μας όταν μας κάνει να λάμπουμε σαν αυγουστιάτικο φεγγάρι κι ευτυχώς δεν μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από τα κύματα καμίας καλοκαιρινής θάλασσας, μονάχα να αφεθούμε. Αγγίζουμε διαφορετικά τον κόσμο, σαν να μη φοβόμαστε να τον νιώσουμε, σαν να θέλουμε να πιάσουμε τον παλμό του καθώς περνά ανεπαίσθητα από δίπλα μας.

Ένα μικρό ταμπούρλο από εκείνα που έπαιζαν τα μικρά παιδιά, ακούγεται στην ατμόσφαιρα· άλλοτε μας κάνει να τρέχουμε κοντά σε εκείνον κι άλλοτε να στεκόμαστε για λίγο να τον κοιτάμε. Ποτέ δε μας φτάνει ο χρόνος για το δεύτερο. Πάντα θα ‘ναι αργά κι έχουμε μονάχα αυτή τη ζωή, οπότε πρέπει να τον φροντίζουμε, να του επιτρέπουμε να μας ταράζει. Οφείλουμε να αφήνουμε στον άνθρωπο που θα ερωτευθούμε το περιθώριο να μας πλησιάσει, να εισχωρήσει σε αυτόν τον χώρο που περιβάλλουμε (με) το «εγώ» μας.

 

 

Ξέρουμε την έλξη, τη διαπιστώνουμε και δεν την αφήνουμε να απομακρυνθεί. Την κοιτάμε κατάματα και την εκμεταλλευόμαστε στο έπακρο, τη βιώνουμε με όλες τις απαιτήσεις της και την πιάνουμε από το χέρι για να την καθοδηγήσουμε προς το μέρος μας. Την έχουμε ανάγκη· αδιαμφισβήτητα. Χρειαζόμαστε ξερά χείλη, ικέτες για λίγη θεϊκή βροχή και κοκκινισμένα μάγουλα, φλεγόμενα σώματα και μυαλά, μάτια γεμάτα προσμονή και δύο ανθρώπους που συγκρούονται κεραυνοβόλα.

Μπορεί το ρολόι να σημαίνει δώδεκα τα μεσάνυχτα, οι δρόμοι έξω να είναι γεμάτοι από κινούμενες ανησυχίες, ο ήλιος πιθανότατα μόλις ανατέλλει, εκείνοι δεν έχουν πιει καν καφέ, μα ούτε έχουν τελειώσει και το βραδινό κρασί· το μόνο που έχει σημασία είναι η δική τους αλήθεια. Κανείς δε δύναται να αμφισβητήσει την πραγματικότητα αυτής της οντότητας, γιατί είναι «ένα» κι εκείνη τη στιγμή, που ο κόσμος από το απέναντι μπαλκόνι φαίνεται παγερά αδιάφορος, προσπαθούν να αντέξουν. Να αντέξουν ασυνείδητα την επόμενη σκέψη, γιατί όλο αυτό τελειώνει -πάντα τελειώνει- μα κανείς τους δεν ξέρει ακόμα εάν ήταν έρωτας ή μία καθόλου απλή συνεύρεση. Αυτό θα κριθεί από την απόφαση, την απάντηση στο ερώτημα που θα τα κρίνει όλα: θα μείνουν μαζί, στο κρεβάτι εκείνο που μοιράστηκαν τόσο έντονα τις υπάρξεις τους;

Ένα στιγμιαίο κλείσιμο των βλεφάρων αρκεί για να παρατηρήσουμε τους δύο ανθρώπους να αποχωρίζονται. Το ντιβάνι δεν άντεξε τον έρωτά τους, κατάφερε κι ένιωσε για λίγο τη διάχυτη ενέργεια, τη μέγιστη έκφραση της επιθυμίας, μα ποτέ δεν έφτασε να αντικρίσει το αποχαιρετιστήριο φιλί. Το δωμάτιο βάφτηκε τόσο γρήγορα με την ψυχρότητα του αέρα, μένοντας με μια γλυκόπικρη ανάμνηση στο στόμα. Κανείς δε θα τους πει πως είναι λάθος, γιατί δεν είναι. Όπως όλα τα πράγματα και οι πράξεις στη ζωή μας είναι μια επιλογή, ένας δρόμος που αποφασίσαμε να πάρουμε γνωρίζοντας τι μας προσφέρει και τι μας στερεί.

Οι άνθρωποι έχουν μια ήρεμη αγνότητα όταν κοιμούνται, λες κι όλα τα λάθη κάπως κρύβονται το βράδυ και μένει ένα όμορφο προσωπείο. Όταν κοιμηθούν αυτοί μαζί -οι πρωταγωνιστές του μυαλού μας- επιτρέπουν στον εαυτό τους να αφεθούν, να πάψουν να είναι ένα πρόσωπο λατρείας, ένας χαρακτήρας του ερωτικού παιχνιδιού και να χαμηλώσουν τις άμυνές τους. Πριν είχαν πετάξει τα ρούχα τους σε ακαθόριστα μέρη, μα τώρα είναι πραγματικά χωρίς τίποτα. Εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, δίνουν περιθώριο να μοιραστούν έναν κοινό χώρο, έναν προσωπικό χώρο όπου υπάρχουν διάχυτα στοιχεία του εαυτού. Ίσως αυτή είναι η δυνατότητά τους να δουν αληθινά ο ένας τον άλλον. Μέσα στο δωμάτιο, στο κρεβάτι, την ώρα που ηρεμούν, κάποιος βάρβαρος θα έλεγε πως θα μπορούσε να επιζητήσει οτιδήποτε ήθελε· ένας ερωτευμένος θα μπορούσε να προσφέρει όλα αυτά που φοβάται να δείξει.

Στον αμοιβαίο εναγκαλισμό, αισθάνονται τη ζεστή ρίγη να ηλεκτρίζει τα σώματά τους, τους δίνει ζωή την ώρα που τους παραδίδει στα νέφη του Μορφέα. Το μυαλό εκρήγνυται, υπάρχει χαρά κι ευτυχία μέσα του, ανάμεσά τους καλλιεργείται μια κλωστή που περιπλέκεται και τους δένει ακόμα πιο σφιχτά. Συνδέονται. Συνδέονται βαθιά και δεν τρέμουν στην ιδέα αυτή. Μοιράζονται γιατί έχουν τη δύναμη να μοιραστούν. Ξέρουν πως ό,τι δίνεις, παίρνεις στον έρωτα και κάποιες φορές οι άνθρωποι σκεπτόμενοι πως δεν έχουμε να δώσουμε κάτι πιο σημαντικό, παραχωρούμε τη μοναξιά μας. Υπάρχει κάτι πιο σπουδαίο από αυτό; Αφήνουν τον άλλον να τους διαταράξει την καθημερινότητα, να τους αλλάξει τη μέχρι τότε ζωή τους, να τους βάλει να σκεφτούν και να ξανασκεφτούν, να αρνηθούν και να συμφωνήσουν, να πιστέψουν και να αμφισβητήσουν, να κάνουν λάθη και να μην είναι μόνοι σε αυτά· έρωτας σημαίνει αφήνομαι να υπάρχω δίπλα στον άλλον, μαζί του.

Υπάρχουν πολλά παροδικά σώματα που θα προ(σ)καλέσουν και θα ζητήσουν να μείνουν μαζί τους για λίγο- γιατί το πολύ είναι δύσκολο και κάπως κάνει τους ανθρώπους επιφυλακτικούς μέσα στην ασφάλεια της ιδιωτικότητάς τους. Οπότε μονάχα το άκουσμα του έρωτα πάνω στο σώμα μπορεί να τους σώσει από τη μοναχικότητα της ατομικότητας, να τους βρει μια αγκαλιά να ξαποστάσουν λίγο τις σκέψεις και την ψυχή τους. Κανείς δεν ξέρει εάν η ζωή είναι πολύ μικρή ή πολύ σύντομη, πολύ μεγάλη ή περνάει σαν σίφουνας από μπροστά τους, μα ας κρατήσουν μονάχα ένα πράγμα: είναι πολύ άδικο να ξαπλώνεις μόνος σε παγωμένα σεντόνια ή (ακόμα χειρότερα) με τον λάθος άνθρωπο να σε κρατά.

 

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου