Θα ’θελα πλέον να πω ανοιχτά
ότι έφτασα να απεχθάνομαι
την κάθε, όποιου και να ’ναι, βία.

Τίτος Πατρίκιος

 

Κατά τη δεκαετία του 1960, ο ψυχολόγος A. Bandura διεξήγε ένα πείραμα στο πανεπιστήμιο του Stanford, σε 36 αγόρια και 36 κορίτσια ηλικίας 3-6 ετών τα οποία χωρίστηκαν στις εξής ομάδες: τα 24 από αυτά εκτέθηκαν (μέσω βίντεο) στο μοντέλο ενός άνδρα ο οποίος χτυπούσε μια κούκλα που βρισκόταν σε ένα δωμάτιο με παιχνίδια, την Bobo doll, με όποιον τρόπο μπορούσε. Τα άλλα 24 παρατήρησαν τον ίδιο άνθρωπο να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με την κούκλα αλλά να μην της δίνει σημασία και να παίζει με τα άλλα παιχνίδια. Τα υπόλοιπα δεν είδαν τίποτα από αυτά.

Τα αποτελέσματα έδειξαν πως τα παιδιά που ήρθαν σε επαφή με το επιθετικό μοντέλο υιοθέτησαν την ίδια συμπεριφορά. Με περισσότερο σωματικό τρόπο αντέδρασαν τα αγόρια, χτυπώντας την κούκλα ενώ εάν εκείνη είχε ανδρικό περίβλημα, τα κορίτσια λειτούργησαν με σκληρότητα απέναντί της. Οι άλλες δύο κατηγορίες έπαιξαν απλώς με τα παιχνίδια δίχως να κακομεταχειριστούν την κούκλα. Αυτό που μας αποδεικνύει το πείραμα είναι απλώς μια επιβεβαίωση της άποψης πως η βία όντως μαθαίνεται.

Ένας νέος άνθρωπος, ένα παιδί στην προκειμένη περίπτωση, είναι ιδιαίτερα εύπλαστος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Αυτό σημαίνει πως όποια συμπεριφορά μάθει ότι θεωρείται αποδεκτή από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του, περισσότερο από εκείνους που εκλαμβάνει ως τους «σημαντικούς άλλους», θα την αναπαράγει και ο ίδιος. Παρατηρώντας έναν ενήλικα να χτυπά μια κούκλα και να μη δέχεται καμία επίπληξη γι’ αυτό, καταλαβαίνει πως η ενέργεια αυτή αποτελεί «κανονικότητα». Μια πράξη μη καταδικαστέα, ειδικά από εκείνους που είναι ανώτεροί του, την οποία εάν επαναλάβει κι εκείνος δε θα έχει καμία επίπτωση στη ζωή του. Θα την εκλάβει ακόμη, ως μια φυσιολογική δραστηριότητα, αφού αυτή η κούκλα ήταν μεγαλύτερη από εκείνον σε μέγεθος και σε ύψος, άρα θα μπορούσε να ήταν απειλή.

«Γιατί να μη χτυπήσω κάποιον που με κορόιδεψε ή με χτύπησε κι εκείνος, γιατί να μη συμπεριφερθώ βίαια σε κάποιον που μου προξένησε δυσάρεστα συναισθήματα, γιατί να μην αντιδράσω σε μια πράξη, που δε θεωρώ σωστή, με βία»; Όλα αυτά τα ερωτηματικά, μπορούμε να τοποθετήσουμε στο μυαλό κάθε φορά που συλλογιζόμαστε να χρησιμοποιήσουμε τη βία ως απάντηση ή ως μέσον για να επιτύχουμε κάτι. Υποδηλώνοντας εν συνεχεία, πως κι εμείς οι ίδιοι έχουμε εκτεθεί σε περιστατικά επιθετικής συμπεριφοράς, τα οποία επέδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας- κι επόμενο είναι να τα αναπαράγουμε κι εμείς οι ίδιοι.

Κανείς δε γεννιέται βίαιος, όμως κάλλιστα γίνεται· η προδιάθεση για την οποία μιλούν πολλοί και που έχουν τα παιδιά στα πρώτα χρόνια της ζωής, θα μπορούσε να ερευνηθεί καλύτερα εάν εμβαθύναμε λίγο στον παρελθοντικό εαυτό μας και στη μία και μοναδική κρίσιμη απορία «τι μας έδειξαν οι γονείς μας»; Να λύνουμε τις διαφορές μας με συζήτηση ή χτυπώντας ο ένας τον άλλον; Υπήρχε ανοχή της βίας μέσα στο σπίτι μας; Ήταν η βία ένας προτιμητέος τρόπος να λύνουμε τις παρεξηγήσεις με τους συμμαθητές μας; Πώς συμπεριφερόταν ο ένας γονέας στον άλλον; Υπήρχε σεβασμός, κατανόηση και ηρεμία μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον;

Κατανοώντας τη δομή του μικρόκοσμου μέσα στον οποίο έχουμε αναπτυχθεί, θα αντιληφθούμε και τις ευαισθησίες ή τους φόβους που καλλιεργήσαμε εξαιτίας του. Οι εφηβικές κι αργότερα οι ενήλικες ενέργειές μας θα αντανακλούν όλα εκείνα τα συσσωρευμένα στοιχεία της ζωής μας. Ένα παιδί που διαβιώνει σε μια βίαιη ενδοοικογενειακή κατάσταση, είναι πολύ πιθανόν να εκκολαφτεί σε έναν μελλοντικό θύτη ή θύμα, υιοθετώντας ακριβώς τη στάση που έμαθε πως με βάση αυτή μπορεί να επιβιώσει. Μα ακόμα κι εάν δεν έχει συναντήσει τέτοιου είδους περιστατικά στην παιδική ηλικία, η κοινωνία τού παρουσιάζει πληθώρα παραδειγμάτων που αδιαφορούν ή ακόμα κι επικροτούν τη βία.

Πολλές φορές εκείνη προβάλλεται ως ένα σύμβολο επανάστασης, αντίστασης απέναντι σε καταπιεστικά συστήματα, έχει μετενσαρκωθεί σε ένα σύμβολο ελευθερίας, αρκεί μονάχα να σκεφτούμε πως όλες οι σπουδαίες εξεγέρσεις κι αλλαγές της ιστορίας, πραγματοποιήθηκαν με επιθετικό τρόπο. Στις κινηματογραφικές παραγωγές, ο γοητευτικός άνδρας αναγκάζεται να καταφύγει στη χρήση της σωματικής του δύναμης για να επιβιώσει και να σώσει την πρωταγωνίστρια, η οποία ουδέποτε τον απορρίπτει για τα μέσα που επιλέγει. Ο καθηγητής χτυπάει «ελαφρώς» τον μαθητή ως ένδειξη απογοήτευσης με μια δόση αστείου σε ένα ελαφρύ κλίμα με τη συνοδεία γέλιων. Τα αγόρια μαθαίνουν πως για να φανούν αντάξια της κοινωνικής αποτύπωσης του φύλου τους οφείλουν να μάθουν να χτυπούν. Τα κορίτσια για τους ίδιους στερεοτυπικούς λόγους είναι απαραίτητο να μην παραδειγματίζονται από τέτοιου είδους συμπεριφορές αλλά ακόμα κι όταν τραβούν διακριτικά τα μαλλιά η μία της άλλης να φροντίσουν να μη φαίνονται.

Από τις πιο μικρές κινήσεις της καθημερινότητας μέχρι τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής, μαθαίνουμε πως μερικές φορές η βία είναι ανεκτή αλλά κι «αναγκαία», οπότε ίσως κληθούμε να την επιλέξουμε. Μα ακόμα κι εάν δε διαθέτουμε τη διάπλαση ή την επιθυμία να καταφύγουμε σε μία απειλή της ακεραιότητας του άλλου, μάθαμε πως υπάρχουν και χειρότερες ίσως μορφές κι αποδείξεις της από τους μώλωπες στο σώμα μας.

Θα συναντήσουμε την ψυχολογική και την οικονομική βία, τη βία που δε συμβαίνει από άνθρωπο στον άνθρωπο αλλά από εκείνον προς τη φύση και τα ζώα, τη βία στην πληροφόρηση και στα πρότυπα, έναν εξαναγκασμό προς την υιοθέτηση συγκεκριμένου τρόπου ζωής, ωθήσεις προς όνειρα άλλων, ενσάρκωση απόψεων κι υποταγή στη δύναμη του εκάστοτε ισχυρού. Γιατί όλα αυτά είναι σαν ένα χέρι που προσκρούει με δύναμη στο πρόσωπό μας!

Η βία ματαιώνει τις ανθρώπινες σχέσεις, τις μετατρέπει σε κάτι το ευτελές και το ανούσιο, μα το πιο απογοητευτικό είναι πως όλες μας οι σχέσεις είναι εν δυνάμει βίαιες. Ελλοχεύουν μέσα τους την προδιάθεση της ταπείνωσής τους και οι χειρότερες μορφές της εμφανίζονται σε εκείνους που αδυνατούν να αμυνθούν. Τη στιγμή που η βία αυτοπροβάλεται ως λύση και φαίνεται πως είναι ο μοναδικός τρόπος για να (επι)ζήσουμε, είναι σημαντικό να κοιτάξουμε την κοινωνία που μας γαλούχησε, το σπίτι που μας μεγάλωσε και τον άνθρωπο που συντηρούμε μέσα μας.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου