«Δε μ’ αγαπώ κι επειδή δεν μ’ αγαπώ σε τιμωρώ που εσύ μ’ αγαπάς». Η συνειδητοποίηση αυτής της πρότασης δε με χτύπησε αστραπιαία όταν τη διάβασα τυχαία, αλλά κέρδιζε σιγά σιγά το μυαλό μου. Το πρώτο χτύπημα ήρθε με το «δε μ’ αγαπώ». Δε μ’ αγαπώ: μια φράση που κανένας άνθρωπος, σεβόμενος το κοινωνικό του status δε θα παραδεχτεί προφανώς ούτε και στον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά μέσα μου δε μου έκανε εντύπωση, ακουγόταν κάτι το συνηθισμένο και το αναμενόμενο. Κανείς δε θ’ αγαπήσει ποτέ όλο του τον εαυτό ολοκληρωτικά και για πάντα, είναι σαν τον έρωτα, όπου κάποια στιγμή θα τελειώσει. Αυτό θα έπρεπε να είναι το δεύτερο χτύπημα που θα σήμαινε πως κάτι πάει λάθος. Αλλά δεν ήταν, οπότε αυτή η πρόταση συνέχισε να τριγυρίζει στο μυαλό μου και να πετάγεται σε άκυρες στιγμές που ένιωθα σαν να με τιμωρούσα. Η συνειδητοποίηση πως με τιμωρούσα όμως επειδή δε μ’ αγαπούσα ή επειδή μ’ αγαπούσα λάθος, μ’ έκανε να παγώσω.

Είναι οι φορές εκείνες που δεν ξέρεις τι να πεις, ούτε και ν’ αντιδράσεις κάπως μπορείς. Δεν κλαις και δε φωνάζεις, δεν προχωράς μα ούτε και πας πίσω. Μένεις εκεί ακριβώς που είσαι για να κοιτάς το κενό. Όλα μπαίνουν στην σίγαση κι εσύ απλώς κρύβεσαι. Έτσι κι εγώ, τώρα, προσπαθώ να φέρω πολλά επιχειρήματα που θ’ αντικρούουν γιατί δεν ισχύει πως δεν αγαπάω τον εαυτό μου. Τον φροντίζω και του συμπαραστέκομαι, όταν έχω τη δύναμη κα την ενέργεια να το κάνω, θεωρώντας πως θα έχει κάποιο αποτέλεσμα. Του αφήνω χρόνο να ξεσπάσει, όταν έχω χρόνο γενικά. Του επιτρέπω να ξεσπάσει, όταν έχει το περιθώριο και την πολυτέλεια της μοναξιάς. Τον αφήνω να πονέσει και να πέσει για να ξανασηκωθεί. Αλλά πρέπει να το κάνει γρήγορα κι επιτυχώς. Δεν τον μισώ, θα ήθελα να το ξέρει, αλλά μπορεί να μην τον αγαπάω τόσο, ώστε να τον προστατέψω από τον «κακό» μου εαυτό.

 

 

Δε χρειάζεται να είναι φανερά κακός, να μου αφήνει μελανιές και χτυπήματα, να με αφήνει μέσα στο δωμάτιό μου κλεισμένο για μέρες, αλλά ούτε και να με πετάει στον έξω κόσμο μαρτυρώντας την ύπαρξή του. Είναι ο ίδιος εαυτός που θα με δει να χαμογελάω στον περαστικό και να λέω ευχαριστώ στην κυρία που θα με αφήσει να περάσω πρώτη στο μετρό. Θα με δει να ενθουσιάζομαι με το αδέσποτο γατί που θα θέλω να υιοθετήσω. Είναι ο ίδιος εαυτός που δε θα με κρατήσει μακριά από τη σαπίλα της ζωής γιατί πρέπει να σκληραγωγηθώ και να μάθω πως τα πάντα υπάρχουν στην καθημερινότητα και τα (πολύ) άσχημα. Δε θα μου φωνάζει να φύγω από την παθογένεια που θα με βλάψει γιατί μια φωνούλα θα μου λέει πάντα «έλα μωρέ δεν πειράζει» κι εγώ θα την ακούω, επειδή ξέρω πως πρέπει να την πατήσω για να μάθω. Μπορεί ν’ ακούγεται κάπως μαζοχιστικό αλλά δεν είναι. Πιστεύω πως αντέχω. Ακόμα κι εάν τα ισοπεδώσω όλα μέσα μου, ακόμα θ’ αντέχω γιατί πρέπει να μου αποδείξω πως μπορώ.

Δεν ξέρω πλέον εάν αυτό είναι η αγάπη ή η τιμωρία μου. Μακάρι να μπορούσα να σ’ αγαπήσω σωστά, αλήθεια, και να μπορώ να το γράψω αυτό το «αλήθεια» με ειλικρίνεια. Αλλά δεν μπορώ και δεν ξέρω αν θέλω. Συνήθισα σ’ αυτή τη ζωή που δεν είναι ήρεμη, ούτε και βαρετή, παρ’ όλο που φαίνεται έτσι. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία ενός αυτοβιογραφικού με λίγα μυθιστορηματικά στοιχεία βιβλίου. Στο τέλος της συνηθισμένης πλοκής θ’ αφήσει τον αναγνώστη μουδιασμένο, χωρίς όμως να καταλάβει ο τελευταίος ακριβώς τον λόγο που τον έκανε να κοιτά τον απέναντι τοίχο επίμονα. Τότε, θα καταλάβει πως ο πρωταγωνιστής είναι βαθύτατα δυστυχισμένος. Αλλά κάποιες φορές δεν αρκεί μια ζωή για να το αλλάξει αυτό.

Οπότε, παραμένω με όση αγάπη μου επιτρέπω να μου δίνω και τη δίνω σε σένα, στον εαυτό που τόσο πάλεψα να φτιάξω και να φτάσω. Αυτό δεν είναι μια δήλωση αγάπης, αλλά ούτε κι ένα δραματικό τέλος. Είναι μια πικρή αλήθεια που μόνο οι δυο μας θα ξέρουμε, γιατί κανείς δε θα σ’ αγαπήσει όπως θα ήθελες να σ’ αγαπήσω εγώ. Αυτό ίσως είναι η μεγαλύτερη τιμωρία που θα μπορούσα να σου δώσω.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου