«Δεν είναι σωστό». Η φράση αυτή με έβαλε αμέσως σε σκέψεις. Ποιο είναι το σωστό; Ποιο είναι το λάθος; Και κυρίως, που; […] Ποιος είναι εκείνος που θα κρίνει το σωστό και το λάθος; ~Μαρία Ι. Χρονιάρη

«Δεν είναι σωστό»: Μια φράση που λειτουργεί σαν σειρήνα και κατακόκκινη αναβοσβήνει στο μυαλό μας, προειδοποιώντας μας να αλλάξουμε τακτική, να σταματήσουμε κάτι ή να αναθεωρήσουμε για τις πράξεις ή τις σκέψεις μας. Αυτή η διατύπωση μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί, να ακουστεί σαν «δεν είμαστε σωστοί» που εξαρχής ακούγεται πιο σκληρή, χωρίς όμως να  μας δημιουργεί την εντύπωση ή το συναίσθημα πως είμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας. Δυστυχώς όμως, πολύ εύκολα ο λογισμός μας μπορεί να «συνηθίσει» να ακούει αυτή τη φράση και να νιώθει πως όσα πράττει είναι συνεχώς λάθος. Μάλιστα το γεγονός αυτό, πολύ άμεσα μπορεί να μας οδηγήσει στο να αυτομαστιγωνόμαστε -ορισμένες φορές δίχως έλεος-, γιατί είμαστε εμείς και ξέρουμε καλύτερα από όλους. Κάθε φορά που αντικειμενικά ή υποκειμενικά κάνουμε κάτι λάθος, είναι σαν να οφείλουμε στον εαυτό μας να τον μειώσουμε και να τον ξεφτιλίσουμε, αρχικά γιατί έχουμε τη δικαιοδοσία και έπειτα γιατί το αξίζουμε. Βασισμένοι σ’ αυτό το σκεπτικό, όλη αυτή η επίπονη διαδικασία που επιβάλλουμε τον εαυτό μας δεν είναι ουσιαστικά αυτοκριτική αλλά μια φοβική αντίδραση για όλα αυτά που μας καίνε πραγματικά. 

 

Γράψε ένα ραβασάκι στο φιλαράκι που το παρακάνει με την αυτοκριτική και πες του ότι τα πηγαίνει τέλεια!

 

Ενδόμυχα, σκεφτόμαστε πως αν εμείς είμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας και καλύψουμε όλες τις αντιδράσεις που πιθανότατα θα έχει η κοινωνία σε κάθε λάθος μας, τότε η γνώμη και η κριτική κάθε άλλου δε θα έχουν επίδραση πάνω μας. Οπότε κατά έναν κάπως διεστραμμένο τρόπο προστατευόμαστε από τους άλλους, βλάπτοντας τον εαυτό μας περισσότερο από όσο θα μπορούσαν να το κάνουν εκείνοι. Εκτός όμως από το γεγονός ότι δε θέλουμε να βάζουμε τον εαυτό μας «στο στόχαστρο» της κοινωνικής κριτικής, έχουμε και τη συνεχή αμφιβολία πως ποτέ δε θα φτάσουμε στο σημείο όπου θα μας αποδεχτούν οι άλλοι και θα είμαστε αρκετά καλοί ώστε να μη μας κακοχαρακτηρίζουν. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί κανείς δε μας έμαθε πώς να διαχειριζόμαστε τα λάθη μας και το να κριτικάρουμε συνεχώς τον εαυτό μας, μάς βγάζει από τη δυσάρεστη θέση να τα λύσουμε. Μέσ’ από την κοινωνία μάθαμε πως για κάποιον ανεξήγητο λόγο είμαστε αιωνίως δακτυλοδεικτούμενοι όσα λάθη και σωστά κι αν έχουμε κάνει. Οπότε καλύπτουμε όλη την ανησυχία που αφορά στα λάθη μας, με μια παχιά στρώση αυστηρής αυτοκριτικής. Αυτή είναι η ασπίδα προστασίας μας και η μόνη διέξοδος από το συνεχές άγχος του να «μη μάθει κάτι ο κόσμος».

Όλα αυτά όμως -δυστυχώς και χωρίς περιστροφές- δε φωνάζουν τίποτα λιγότερο, πέρα από φόβο και παιδικά τραύματα. Αλληλοσυμπληρωνόμενες λέξεις που μας έχουν φορτωθεί σαν βαρίδια, τα οποία κάθε μέρα που περνάει αδυνατούμε ν’ αποβάλλουμε από πάνω μας κι αναγκαζόμαστε να τα ρίχνουμε σαν σκουπίδια πάνω και μες στον εαυτό μας. Ίσως κανείς να μη μας έμαθε πώς να μιλάμε στον εαυτό μας, πώς να του συμπεριφερόμαστε τρυφερά και να τον αγαπάμε, πώς να μην τον χτυπάμε περισσότερο κάθε φορά που πονάει, αλλά πρέπει να το μάθουμε μόνοι μας.

Γιατί αλλιώς, θα βλέπουμε τα πάντα στολισμένα μ’ έναν φόβο, έναν φόβο για τα πάντα και τους πάντες, σαν να μας μισούν όλοι -σχεδόν όσο εμείς μισούμε τον εαυτό μας. Για αυτό και μιλάμε πρώτα εμείς οι ίδιοι άσχημα για τον εαυτό μας, μήπως και δε μας προλάβουν εκείνοι. Για αυτό και πιστεύουμε πως κάνουμε τα πάντα λάθος, για να μη μας το επισημάνουν πρώτοι. Για αυτό τρέφουμε μια εσωτερική απέχθεια για τον εαυτό μας, γιατί φοβόμαστε μήπως και δε μας αγαπήσει κανείς.

Και τελικά λίγη περισσότερη αγάπη ζητάμε κι εμείς οι άνθρωποι που μας βλέπετε να είμαστε τόσο αυστηροί με τους εαυτούς μας, γιατί κανένας άλλος δεν είχε την ευγενική καλοσύνη να μας τη δώσει. Μη μας βλέπετε άτεγκτους και απρόσιτους, σαν να έχουμε μια εμμονή να τα κάνουμε όλα τέλεια. Κάπου μέσα μας είμαστε μικρά παιδιά, που ποτέ δεν έμαθαν τον σωστό τρόπο να κάνουν λάθος, να το σκέφτονται και να το επιλύουν. Δε μας έμαθαν πως τα (περισσότερα) λάθη είναι επιτρεπτά σ’ αυτή τη ζωή και κανείς δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς να τα συναντήσει.
 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου