Κάθε στιγμή της ζωής μας που περνάει είναι ήδη παρελθόν. Το προηγούμενο δευτερόλεπτο σε σχέση με το τωρινό και πόσο μάλλον το επόμενο, είναι ήδη όσα θα θέλουμε να εξιστορήσουμε ή όσα θέλουμε να ξεχάσουμε, όσα θέλουμε να θάψουμε μέσα μας ή όσα παλεύουμε ν’ αναβιώσουμε. Ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας κι η στιγμή περνάει, αγχωνόμαστε μήπως δεν προλάβουμε και το συναίσθημα περνάει, φοβόμαστε τον χρόνο κι εκείνος μάς καταπατά. Μας συνθλίβει μέσα του, μέσα σε κάτι που δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια στιγμή. Κάτι που περνάει ασυναίσθητα κι ανεπαίσθητα από πολλούς, κάτι που σπαταλιέται από άλλους, μια βαρετή ρουτίνα για άλλους, μια υπενθύμιση της παροδικότητας ή μια υπόσχεση για λίγους που την κρατούν σφιχτά. Για να μη φύγουν όσοι περικλείουν αυτή την υπόσχεση, για να μη φύγει το αίσθημα που την ντύνει, για να νιώθουν κοντά τους τη θέρμη της μονιμότητας, για να μη σκέφτονται τη μοναξιά της λήθης. Αλλά δυστυχώς «τα πλάσματα που περισσότερο αγαπάμε και μας αγαπούν, μας εγκαταλείπουν ανεπαίσθητα, κάθε στιγμή που περνάει» (N. Yourcenar). Αυτή είναι η πιο πικρή αλήθεια που δεν τολμάμε να παραδεχτούμε στον εαυτό μας.

Η εγκατάλειψη αυτή δεν είναι ποτέ βίαιη. Αντιθέτως, συχνά δεν την καταλαβαίνουμε καν. Αλλά η αγάπη κι ο έρωτας μετράνε αντίστροφα, συγκεντρώνουν στιγμές και κλέβουν λίγο χρόνο με την ψευδαίσθηση πως έχουν πολύ. Ποτέ όμως δεν είναι αρκετός, ποτέ δεν ήταν και ποτέ δε θα είναι. Έχει μια απολυτότητα όπως σε όσα πρεσβεύει, γι’ αυτό και μιλάμε εξ ονόματός του με τόση σκληρότητα. Φαίνεται σαν να μην έχουμε ποτέ αρκετό χρόνο για να κάνουμε όσα θέλουμε, για να νιώσουμε όσα φανταζόμαστε, για να εξομολογηθούμε όσα επιθυμούμε, για να ερωτευτούμε όπως μας αξίζει και για ν’ αγαπήσουμε όπως μας προτάσσει η ποίηση.

 

 

Κανένας μας όμως δε λειτουργεί βάσει αυτού του σκεπτικού. Πείθουμε τον εαυτό μας πως έχουμε άπλετο χρόνο, σαν να μας χάρισε κάποιος τον δικό του και μπορούμε να τον σπαταλήσουμε, να μη μας νοιάζει. Ίσως γι’ αυτό τα αισθανόμαστε όλα λίγο πιο ωραία, γιατί δεν τρέχουμε και δεν αγχωνόμαστε, αλλά περνάνε οι στιγμές και μπορεί να μη χάνονται, οι άνθρωποι όμως φεύγουν. Μας εγκαταλείπουν ή εγκαταλείπουν τους εαυτούς τους, οπότε αναγκαστικά μας αφήνουν κι εμάς. Κανείς δεν μπορεί ν’ αντέξει τον άλλον, εάν δεν αντέχει τον ίδιο του τον εαυτό.

Είναι εκείνη η «λάθος στιγμή», η συνειδητοποίηση πως αυτός ο άνθρωπος ήρθε τόσο σωστά στη ζωή μας αλλά και τόσο χρονικά λάθος. Οπότε το πρόσημο γέρνει προς το λάθος, το σωστό είναι σπάνιο και δύσκολο να κρατηθεί. Δύσκολη κι η συνειδητοποίηση πως αυτή είναι μια λάθος στιγμή για έρωτα (εάν υπάρχει κάτι τέτοιο), λάθος στιγμή για αγάπη (που δε θα έπρεπε να υφίσταται κάτι τέτοιο) γιατί θα φύγουν σιγά-σιγά, σταδιακά θ’ αλλάξει αυτή η σιγουριά που είχαμε πως θα τους αντικρίζουμε. Θα μας εγκαταλείψουν, είτε το επιθυμούν οι ίδιοι, είτε επειδή θα το θελήσει ο χρόνος κι εμείς ανήμποροι από το συναίσθημα να καταλάβουμε τι συμβαίνει, πόσο αδύναμοι είμαστε για να σταματήσουμε αυτό που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, ποια δύναμη μας ωθεί να τα δώσουμε όλα ώστε να τα χάσουμε, στο τέλος, παραδινόμαστε.

Αφηνόμαστε στον άλλον και σ’ όσα νιώθουμε να μας κατακλύζουν, άλλοτε με τη γνώση της παροδικότητας κι άλλοτε με την άγνοια της παρόρμησης γιατί δε μας μένει και κάτι άλλο να κάνουμε. Είναι κάπως απλή η απόφαση που παίρνουμε, καθόλου απλοϊκή βέβαια, αλλά σωτήρια για τις στιγμές εκείνες. Γιατί μετά την εγκατάλειψη αυτό που μένει είναι οι αναμνήσεις από τους ανθρώπους. Μπορεί να ξεθωριάσει η εικόνα του προσώπου με την πάροδο του χρόνου, να αλλοιωθεί το άρωμά τους, να μην έχουμε να κρατάμε τα ρούχα τους και τ’ αγαπημένα τους αντικείμενα, να μας λείπουν οι λεπτομέρειες του προσώπου τους και το άγγιγμά τους πάνω στο δικό μας. Θα παραμείνει όμως μέσα μας ο χρόνος συμπυκνωμένος σε αναμνήσεις, τοποθετημένος άτσαλα σε γωνίες τους μυαλού μας που ξεπηδούν σε άκυρες στιγμές άλλων ανθρώπων. Η κτητικότητά μας θέλει να τις οικειοποιηθεί, να τις μετατρέψει σε κάτι γνώριμο και ζεστό, σε κάτι που χάσαμε οπότε εφησυχαζόμαστε στη σκέψη πως αυτή η στιγμή μπορεί ν’ ανήκει και σ’ εμάς με κάποιον τρόπο, γιατί αγγίζει το «άβατο» της καρδιάς μας. Γι’ αυτό την κλέβουμε και την κρατάμε σαν να ήταν «εκείνη» η στιγμή που πάντα θα θυμόμαστε. Η εγκατάλειψή της είναι γλυκόπικρη κι αυτό που πονάει περισσότερο είναι πως με τον καιρό καταλαβαίνει το σώμα και το μυαλό τον πόνο και την απώλεια, οπότε ο χρόνος τότε, περνάει αργά και βασανιστικά ενώ άλλοτε βιαζόταν να φύγει μακριά μας. Με κάποιον μαζοχιστικό τρόπο όμως δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ούτε αντίστροφα, γιατί τίποτα δε μας ενεργοποιεί εμάς τους ανθρώπους περισσότερο από τον πόνο της απώλειας.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου