«Αν δεν καώ εγώ,

αν δεν καείς εσύ,

πώς θα γεννούνε τα σκοτάδια λάμψη;»

(Ναζίμ Χικμέτ)

Αν δε χαθείς λοιπόν εσύ, αν δε χαθεί κι ο άλλος μαζί σου, πώς περιμένεις να γεννηθεί ο έρωτας ανάμεσά σας; Χάνεις ασυναίσθητα ή συνειδητά, όλα εκείνα που πιστεύεις πως σου ανήκουν δικαιωματικά ως ένας ζωντανός άνθρωπος· με πρώτες τις αισθήσεις σου. Η όραση ξαφνικά εξασθενεί, όλα σου φαίνονται όμορφα- σχεδόν ιδανικά και ηδονικά πλασμένα, το άρωμα του αγαπημένου σου ανθρώπου κατακλύζει όλα τα υπόλοιπα σαν ο κόσμος να μην είχε κάποιες χαρακτηριστικές μυρωδιές πριν από εκείνον, οι (α)διάφοροι ήχοι χάνονται με τη φωνή του. Είναι εκείνο το πέπλο που κυριαρχεί στις συζητήσεις, στα ποιήματα, στα βιβλία, στις μουσικές δίχως στίχους και σε όλα εκείνα τα γεμάτα νόημα βλέμματα. Τελευταίες έμελλε (από την καρδιά) να χαθούν οι αισθήσεις της αφής και της γεύσης: λησμονείς κάθε άλλο σώμα που συγκρούστηκε με το δικό σου, αναγεννάσαι με το θεϊκό του άγγιγμα, ξαφνιάζεσαι με την επαφή σας και αναρωτιέσαι αν πριν υπήρξες πραγματικά.

Γεύεσαι (ή φαντάζεσαι πως συμβαίνει αυτό) τα χείλη του και την αίσθηση που αφήνει το όνομα που έχει, το άρωμα που φορά, τα λόγια που λέει, τις κινήσεις και τους μορφασμούς του προσώπου, τα δάκρυα και τα γέλια, τον παλμό της καρδιάς όταν ηρεμεί ή βρίσκεται σε ένταση. Δίπλα του χάνεις κάθε αίσθηση αυτοελέγχου: θέλεις να τον κοιτάς, να βρίσκεσαι κοντά του, να τον παρατηρείς σιωπηλά ακόμα κι αν δεν το ξέρει, να συγχρονίζεις την αναπνοή σου με την κίνηση των χειλιών του ανθρώπου αυτού.

Κι αν, έπειτα, δεν μπορείς να προσφέρεις σε έναν έρωτα το μυαλό και την καρδιά σου ίσως θα έπρεπε να τον αφήσεις να φύγει. Η σκέψη σου τον αναπολεί συνεχώς: πού βρίσκεται, πώς αισθάνεται μακριά σου, με ποιους συχνάζει, με τι ασχολείται, σε σκέφτεται άραγε; Οπότε όλοι οι υπόλοιποι συλλογισμοί παραμερίζονται, υποβαθμίζονται κι εν τέλει εξαφανίζονται, αφήνοντας την απόλυτη κυριαρχία στην ευλαβική εικόνα του. Το περίπλοκο μυαλό σου λοιπόν, όπου τακτοποιούσε και προγραμμάτιζε τα πάντα ή άφηνε τις σκέψεις να ξεχύνονται προς άγνωστα μονοπάτια, στέκεται αντιμέτωπο με το αίσθημα του έρωτα και αλίμονο σε εκείνους που ερωτεύτηκαν με το μυαλό. Εκείνο δικαιολογεί, αναπροσαρμόζει, δημιουργεί διεξόδους, εξυγιάνει την καρδιά, δρα με μία ακατανόητη, αποκλειστικά προσωπική του λογική όπου τα αντεπιχειρήματα είναι πενιχρά και επουσιώδη. Αδυνατεί να λησμονήσει, ακόμα και στα πιο απόκρυφα σημεία του, τα άβατα του μυαλού, ελλοχεύουν αναμνήσεις συναισθημάτων και εάν ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την αυτοκαταστροφή, σε αυτά τα κελιά βρίσκει τις αλυσίδες του. Εάν μία σκέψη μπορεί να αλλάξει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του ανθρώπου, τότε ένας έρωτας σίγουρα μπορεί να μεταβάλλει ανεπανόρθωτα το μυαλό του, άλλωστε μετά από αυτόν κανείς δε μένει ίδιος!

Για τους ερωτευμένους ο χρόνος είναι αιώνιος (Χένρι Βαν Ντάικ) και ίσως για αυτό δεν τον αντιλαμβάνεσαι μέσα στο σύμπαν σου. Ρέει απροκάλυπτα προκλητικά στα μάτια και στις φλέβες σου γνωρίζοντας πως τον προσπερνάς αδιάφορα, συνεχώς θεωρείς πως ελαττώνεται και οι μέρες μαζί με τον αγαπημένο σου φαίνονται λιγοστές. Προσπαθείς όμως να τον σταματήσεις, να τον διακόψεις και να τον κρατήσεις στα χέρια σου, θέλεις κάποιες στιγμές να μείνουν αναλλοίωτες δίχως να είναι ευάλωτες στο πέρασμά του καθώς ξέρεις πως το αμέσως επόμενο λεπτό θα έχουν διαβρωθεί. Οπότε αδυνατείς να τον συλλογιστείς, σχεδόν ξεχνάς πως υπάρχεις, στο μυαλό σου λοιπόν κρατάς όλον τον χρόνο του κόσμου θεωρώντας πονηρά ότι μπορείς να τον εξαπολύσεις και να τον χρησιμοποιήσεις οποιαδήποτε στιγμή αλλά ξέχασες πως και ο ίδιος είναι ύπουλος.

Αφήνεις αυτό το «Σ’ αγαπώ» για αργότερα, ποτέ δε λες εκείνο το «Μου λείπεις» που σκεφτόσουν όλη μέρα, το «Συγγνώμη» που χρωστούσες προσπαθείς να το καθυστερήσεις κι ένα «Σε σκεφτόμουν» που ξεπήδησε, φοβήθηκες να το ψελλίσεις και διάλεξες το εναποθέσεις στη γωνία μαζί με τα υπόλοιπα, ανείπωτα λόγια ενός πλέον παρελθοντικού χρόνου. Μιλάς στον αγαπημένο σου σε χρόνο μέλλοντα, γιατί ήδη έχεις ξεχάσει τον αόριστο, χωρίς να έχεις αναφέρει ποτέ σου τον ενεστώτα· αλλά έχεις χρόνο ακόμη, σωστά;

Έχεις ακούσει ότι ο έρωτας νικάει τα πάντα; Αυτό περιλαμβάνει και τον ίδιο σου τον εαυτό: παραφέρεσαι, αντιδράς παρορμητικά, ξεφεύγεις, καταρρίπτεις τα «πρέπει» και τα «μη» σου μαζί με όλα εκείνα τα «ποτέ» που είχες υποσχεθεί να αποφύγεις. Αυτοέλεγχος; Αυτοκυριαρχία; Περιέχουν τον εαυτό κάπου μέσα τους, οπότε εξ’ ολοκλήρου απορρίπτονται και εσύ μένεις μετέωρος. Αιθέρια καθηλωμένος στη γη συμπεριφέρεσαι ορισμένες φορές αλλόκοτα, πιστεύεις πως δεν είσαι εσύ αλλά ο εαυτός σου στον καθρέπτη λάμπει εκτυφλωτικά για να το αγνοήσεις. Είσαι όμως αδίστακτος και απαιτητικός με τον νέο σου εαυτό λες και μόλις εξασθενήσει αυτός ο έρωτας θα επιστρέψεις στην αληθινή σου πραγματικότητα· δρας εγωιστικά (γιατί το οφείλεις), σκέφτεσαι κτητικά (γιατί του αρμόζει), αισθάνεσαι υπερβολικά (γιατί το έχεις ανάγκη), πράττεις αυθόρμητα (γιατί μπορείς), προσμένεις ανυπόμονα (γιατί κατά βάθος το λατρεύεις), παθιάζεσαι έντονα (γιατί  μόνο έτσι θα ζήσεις), νευριάζεις παράλογα (γιατί φοβάσαι), θεοποιείς ασύστολα (γιατί τα βέλη του ήταν θανατηφόρα) και ερωτεύεσαι μεθυστικά γιατί είναι το πιο δυνατό ηδύποτο!

Χάνεις και χάνεσαι, γιατί έρωτας είναι μια αδιάκοπη δίνη που στροβιλίζεται μέσα σου, δίχως να έχεις τη δύναμη να τη σταματήσεις, αναγκάζεσαι να την υπομένεις. Αλλά αναζητάς τον άλλον, είτε φανερά, είτε στο νου σου τον πλάθεις κι έρχεται εκείνη η στιγμή  που αδημονείς να φωνάξεις πως «Εμείς οι δύο γεννηθήκαμε για να συναντηθούμε!». Εξάλλου, ήρθε η ώρα να πεις πως:

«το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να έρθω μαζί σου» (Γ.Ρίτσος).

 

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου