Στα εφηβικά μας χρόνια (αλλά αυτά τα πρότυπα καλά κρατούν ακόμα) παρακολουθούσαμε σχεδόν με δέος να εκτυλίσσεται το ειδύλλιο μεταξύ του «κακού αγοριού» και της «αθώας κοπέλας» σε μία αιώνια μάχη (μιάμισης ώρας) για επιβίωση του συναισθήματος του έρωτα. Όλα όπως φαίνονταν θα οδηγούσαν τους πρωταγωνιστές μας σε μια σχέση που θα κατέληγε -δίχως να το περιμένει κανείς;- στην ανάδειξη της ευαίσθητης πλευράς του άνδρα και της πιο απελευθερωμένης της κοπέλας.

Ο «τύπος» αυτός μαθηματικά υπολογισμένος προκαλεί τις γυναίκες να ταυτιστούν με την εκδοχή τους στην ταινία, ο σκοπός της ζωής τους πλέον είναι να ανακαλύψουν τι κρύβει μέσα του αυτό το αγόρι και συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Ο τελευταίος φαίνεται να περιλαμβάνει φωνές, παθητικότητα προς το σχολείο, μiα τάση για παράβλεψη των κανόνων, αδιαφορία για τους πάντες αλλά μέσα σε όλα αυτά ελλοχεύει συνήθως μια καλλιτεχνική φύση και μια πονεμένη παιδική ψυχή. Η νεαρή καλείται να τα ανακαλύψει όλα αυτά και να καταφέρει να τον μυήσει με κάποιον μαγικό τρόπο στην καλή πλευρά των πραγμάτων ώστε να αλλάξει χαρακτήρα και να παραμείνουν μονάχα τα καλά του στοιχεία. Το τέλος είναι σχεδόν -εάν όχι πάντα- παραμυθένιο κι εντελώς ψεύτικο- για να μη μιλήσουμε καν για τον σεξισμό του πράγματος.

Πέραν από το παρατηρήσιμο σύνδρομο του σωτήρα που προσπαθεί να περάσει η ταινία ως μια διαδικασία-πεποίθηση η οποία μπορεί να αποβεί λυτρωτική για τον άνδρα κι ευχάριστη για τη γυναίκα, θεοποιεί την τοξικότητα ανάμεσά τους. Η κοπέλα προσπαθεί συνεχώς να αποδείξει στον εαυτό της αλλά και στους άλλους πως αυτός είναι διαφορετικός από τους άλλους «ομοίους» του -σαν να ανήκουν σε κάποια ειδική ομάδα ενός είδους που είναι έτοιμο να εκλείψει ενώ το αγόρι μάχεται (υποτίθεται) να κατευνάσει τα συναισθήματα που του προκαλεί αλλά αποτυγχάνει, οπότε γίνεται «καλός για εκείνη».

Ας σημειώσουμε εδώ πως ο καθένας αλλάζει για τον εαυτό του και όχι για κάποιον άλλον, όσο κι εάν αγαπάμε κάποιον μπορεί να επηρεαστούμε από αυτόν αλλά δε θα μεταλλαχτούμε επειδή το θέλει όπως κι ούτε μπορεί να μας αλλάξει. Τα αντίθετα που πάντα έλκονται μπορεί στην πραγματική ζωή να αποδειχθούν μια αρνητική εμπειρία, γιατί όσο δυνατό κι έντονο να είναι το πάθος, εάν δεν υπάρχει κανένα κοινό σημείο, πίστη σε παρόμοιες αξίες και πεποιθήσεις, η αισθηματική ταινία θα καταλήξει σε σαιξπηρικό δράμα.

Αυτός ενδίδει στα κελεύσματα και στις προτροπές της γιατί «είναι διαφορετική από τις άλλες κοπέλες».  Περνάμε με αυτόν το φαινομενικά ρομαντικό κομπλιμέντο, στον υπόγειο σεξισμό και στην αντικειμενοποίηση της γυναίκας. Οι «άλλες» αχαρακτήριστες για εκείνον, συμπεριφέρονται με ελιτίστικο τρόπο, η ενδυμασία τους διαφέρει από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατά κανόνα υστερούν στα μαθήματα και τα ενδιαφέροντα που έχουν σταματούν στον καλλωπισμό τους. Οι «άλλες γυναίκες» επιθυμούν να αναδείξουν το σώμα τους και να πάρουν κακές αποφάσεις για τη ζωή και το μέλλον τους ενώ εκείνη, εγκλωβισμένη στην τελειότητά της και στον συνετό της χαρακτήρα θα αποκτήσει ένα λαμπρό μέλλον.

Οι άλλες κοπέλες στον μικρόκοσμο της οθόνης είναι χειρότερες από εκείνη τη μοναδική κι η σύγκριση είναι ακριβώς αυτό που αποζητά η ανασφαλής γυναίκα για να αισθανθεί καλύτερα με τον εαυτό της. Κι υπάρχει πάντα εκείνη τη σκηνή που με μανία προσπαθεί να την πείσει ότι είναι διαφορετική από εκείνες κι αυτός είναι ο λόγος που την αγαπάει τόσο και την επέλεξε, ποτέ καμία μας δεν απόρησε με τη δεκτικότητα που έδειξε στα λόγια του ενώ ουσιαστικά υπήρξαν ένας υποβιβασμός της. Ο άνδρας επιλέγει κι εκείνος κρίνει ποια είναι η καλή και ποια η κακιά, ποια θα γίνει στο μέλλον (όπως μας δείχνει έπειτα) καλή μητέρα και ποια όχι, ποια θα προοδεύσει στη ζωή της και ποια όχι, ως ο απόλυτος διαχειριστής της μοίρας και κριτής των πάντων.

Η γυναίκα δεν επιλέγει, παρά μόνο δέχεται. Ακολουθεί την καλά κρυμμένη ευαίσθητη ψυχή, μα ποτέ το καλό παιδί που παραμένει φίλος ή αποδεικνύεται ομοφυλόφιλος αφού είναι γνωστό πως υπάρχει μια συγκεκριμένη παρουσίαση από τον κινηματογράφο- αυτό κι αν αποτελεί σεξισμό! Τοποθετεί στο μυαλό μας ιδεότυπους, μοντέλα συμπεριφορών με τα αντίστοιχα στοιχεία που με μονάχα μικρές παρεκκλίσεις διαφοροποιούνται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να αναζητούμε και στην κοινωνία παρόμοιους ανθρώπους. Τα άτομα εισχωρούν σε συγκεκριμένα καλούπια και διαβιώνουν μέσα σε αυτά, καθορίζουν πολλές φορές τον εαυτό τους βάσει τον επαναλαμβανόμενων μηνυμάτων που λαμβάνουν και στέκονται σε αυτά. Μαθαίνουμε να τηρούμε αυτούς τους νοητούς κανόνες και προσαρμοζόμαστε σε αυτούς, δεχόμαστε τον άνδρα-κυνηγό και το κορίτσι αδημονεί πότε το κακό αγόρι θα την προσελκύσει, ούσα «κατάλληλη» να δεχτεί τον τρόπο προσέλκυσής του σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι που πάει κι έρχεται μεταξύ φύλων.

Με αυτό το σκεπτικό, παραμένουμε σε μια κακή ή και βλαβερή για την ψυχή και το σώμα μας σχέση, διαχωρίζουμε τους ανθρώπους σε στρατόπεδα, φανταζόμαστε και πλάθουμε σενάρια για το μέλλον άγνωστων ανθρώπων βάσει αβάσιμων προκαταλήψεων. Πιστεύουμε βαθιά πως ο «μεγάλος έρωτας» οφείλει να έχει κάτι το εκρηκτικό στην εκδήλωσή του δίχως να δίνει τόση προσοχή στα συναισθήματα. Δύο άνθρωποι μέσα στην ηρεμία τους όμως μπορούν να βιώσουν αυτό το απόλυτο το οποίο δεν είναι και τόσο απόλυτο- όμως ποιος θέλει να αντικρίσει την αλήθεια; Αλλά οι σχέσεις των ανθρώπων είναι περίπλοκες (όσο τους επιτρέπουμε να είναι) κι όχι πάντα εύκολες, απαιτούν ενασχόληση με τον εαυτό μας -κάτι που σπάνια βλέπουμε στις ταινίες και στην πραγματικότητα- και σεβασμό στα «θέλω» του άλλου. Καλύτερα λοιπόν να κρατάμε τον εαυτό μας καθαρό και φωτεινό. Είμαστε το παράθυρο από όπου πρέπει να βλέπουμε όλο τον κόσμο (Μπέρναρντ Σω) δίχως να αυτοκαθοριζόμαστε ανάλογα με τον τρόπο θέασης του κόσμου μέσα από τα μάτια άλλων.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου