Μεράκι, meraq στα τούρκικα, maraq στα αράβικα, όποια κι αν είναι η προέλευση της λέξης, το μεράκι είναι γένους ελληνικού και δε γνωρίζει φύλο ή πτώση. Εκφράζει την σφοδρή επιθυμία, τον πόθο για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα, την ενασχόληση με επιμέλεια και αφοσίωση, μα κυρίως την ενασχόληση με ευχαρίστηση.

Άντρες κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι, πάνω στη σκαλωσιά να τραγουδάνε με ψυχή πως όποιος δεν είναι μερακλής, πρέπει να αποθάνει, γιατί στον κόσμο όπου ζει, μόνο τον τόπο πιάνει. Γιατί τέτοιοι ήταν τότε, μερακλήδες, ανεξαρτήτως επαγγέλματος και φόρτου εργασίας.

Από δεκαπέντε ετών στα γιαπιά υπό την επίβλεψη του πρωτομάστορα, μέχρι τα ογδόντα τους χωρίς ανέσεις και εκσυγχρονισμούς. «Σφυρίζει η φάμπρικα σαν θα σχολάσουν, κορίτσια, αγόρια, ζευγαρωτά, με την αγάπη τους θα ξαποστάσουν, γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά» συνέθεσε ο Τσιτσάνης για τα παλικάρια που περνάνε τη ζωή τους στις σκαλωσιές, στο γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί που λέει και ο Καζαντζίδης.

Στο «Αριγκάτο», που ήταν και παραλιακά, πήγαιναν το βράδυ, την εποχή που η νύχτα άνθιζε. Λίγα χρόνια αργότερα, μετά το μεσημεριανό ταβερνάκι, αντί για μπαρότσαρκα, η τσάρκα γινόταν στις μπουάτ. Όλοι τραγουδούσαν, διασκέδαζαν σπάζοντας πιάτα για να εκτονωθούν και κολλούσαν πεντακοσάρικα στο μέτωπο των μουσικών για να παίξουν άλλη μια το κομμάτι τους και να σπάσουν ακόμη μια δεκάδα. Δεν πετούσαν τα γαρύφαλλα στις πίστες μη γνωρίζοντας πού πάνε τα κατοστάρικα που με τόσο μεράκι έβγαζαν. Οι «τροβαδούροι» τότε γινόντουσαν ένα με τον κόσμο, κάθονταν μαζί τους και μοιράζονταν τους στίχους, τις μελωδίες, τον πόνο και την χαρά τους. Τότε που το ελληνικό τραγούδι εξελισσόταν και γράφονταν τραγούδια από καρδιάς με μεράκι.

Με το μπουζούκι τους για συντροφιά, τον αυθορμητισμό της ψυχής τους και τη δύναμη της λαϊκής σοφίας πορεύονταν οι τότε μουσικοί, συνθέτες της Ελλάδας. Τραγούδια γράφονταν για το λαό, καθαρά, λαϊκά τραγούδια βγαλμένα από τη ζωή, για τη ζωή. Τραγούδια αληθινά για αυτό και διαχρονικά. Τότε που έκαναν ησυχία για να ακούσουν την πενιά, τότε που δεν ακούγονταν άχνα στο σόλο του καλλιτέχνη, τότε που οι καλλιτέχνες σέβονταν τη δουλειά τους και τις δέκα δραχμές του πελάτη. Χωρίς ηχεία, χωρίς mix και μπίτια, καθαρή μερακλίδικη μουσική.

Με κεριά και με μια κιμωλία για μια εβδομάδα, σε μαυροπίνακα καρφωμένο σε μισογκρεμισμένα ντουβάρια προσπαθούσαν να διδάξουν την άλφα, βήτα οι δάσκαλοι. Τότε που η Λόλα χαίρονταν και μόνο στη θέα του μήλου και οι δάσκαλοι το παρουσίαζαν σαν να ήταν αρκετό αυτό. Τότε που γράφανε τα παιδιά με ένα μολύβι, γκρι, σε μπλε τετράδια και διάβαζαν με ενθουσιασμό ανυπομονώντας για τι ακολουθεί μετά το λάμδα. Τότε που η διδασκαλία και η ενασχόληση με τα γράμματα ήταν λειτούργημα, καθώς οι μισθοί τους ήταν πενιχροί. Τότε που οι δάσκαλοι έδειχναν τα σήματα κατά μήκος του δρόμου, όχι ένα δρόμο με καμία έξοδο.

Το μεράκι ήταν τρόπος ζωής και αποτελεί προνόμιο πια να το κατέχει κανείς στην Ελλάδα του σήμερα. Το μεράκι είναι ελληνικό κι αν δε μοχθήσουμε γι’ αυτό, ούτε με χρόνους, με καιρούς, θα ‘ναι δικό μας πάλι. Κάπου ανάμεσα στο κρασί, στα τριαντάφυλλα και την επανάσταση πρέπει να ψάξουμε για το χαμένο ελληνικό μεράκι μας.

Θέλει τέχνη, απαιτεί φιλότιμο. Όλα αλλάζουν όταν γίνονται με αυτό. Το αποτέλεσμα μοιάζει μοναδικό, όχι μόνο στα μάτια του δημιουργού, του υπαίτιου μα και στων αποδεκτών. «Φωνάζει» η επιθυμία του μερακλή για ικανοποίηση από το αυθόρμητο χαμόγελο που θα διαγραφεί στα χείλη των απευθυνόμενων σαν αντικρίσουν «κάτι» με ψυχή. «Φωνάζει» από μόνο του και αυτό, καθώς πήρε ζωή από την τόση ευχαρίστηση που προσέφερε η δημιουργία του.

Γι’ αυτό μερακλώστε, γιατί χανόμαστε.

 

Επιμέλεια Κειμένου Τζένης Βελιάδου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Τζένη Βελιάδου