Βάλε στο πικ απ να παίζουν Floyd, διάλεξε το δηλητήριό σου κι άναψε και το τσιγαράκι σου. Σήμερα η ιστορία θα μιλήσει γι’ αυτούς που λείπουν, εκείνους που την έκαναν ή τους έδιωξες και τώρα τους ψάχνεις στον πάτο του ποτηριού σου.

Άσχημη φάση. Ξαναγέμισ’ το. Bar stories, part 3.

Βράδυ Κυριακής, το μαγαζί άδειο κι εγώ να παλεύω να μην κατεβάσω μπουκάλια. Το αλκοόλ μου την πέφτει ανελέητα, αλλά έχω δώσει μια υπόσχεση, το κέρατό μου κι ας μην είσαι εδώ να δεις πως την τηρώ.

«Έτσι θα περάσουν τα χρόνια», μου είχε πει κάποτε ένας γέρος σ’ ένα μπαρ της επαρχίας, απ’ αυτά που κανείς δε μιλάει σε κανέναν, αράζει ο καθένας στη γωνιά και το ξύδι του και είναι όλοι βουτηγμένοι σ’ έναν κύκλο ανούσιας σκέψης, σαν αυτούς που πέφτουν οι διανοούμενοι. Αιτία μην ψάξεις, δε θα βρεις.

Δούλευα σε κείνο το μπαρ και βαριόμουν. Βαριόμουν αυτήν τη μυστικοπάθεια, τα κατεβασμένα μούτρα περισυλλογής. Στα λέω τώρα κι εσένα να πάρεις μια πρέφα, γιατί αν τους ζήσεις για πολύ, δε χρειάζεται να δώσεις εξηγήσεις. Βρωμάει η μυρωδιά του απεγνωσμένου από χιλιόμετρα.

Τον πλησιάζω που λες και τον ρωτάω γιατί κατεβάζει το ένα μετά το άλλο. Ήταν το έκτο που άδειαζε. Δουλειά δεν είχε το μαγαζί, σκούπιζα ποτήρια, ψοφούσα για μια ιστορία. Πάλευα ο μαλάκας να βγάλω απ’το μυαλό μου το αλκοόλ, μήπως βγεις κι εσύ.

Ούτε ήθελε την ερώτηση, ούτε την επιδίωκε. Πήρε να με κοιτάει κανένα τέταρτο κι όταν πλέον βάρυνε αρκετά το βλέμμα για να μπορέσει να με ζυγίσει, απάντησε χωρίς ενδοιασμό: «Γιατί μου λείπουνε πολλοί και μ’ αυτό το ποτό μου λείπουν περισσότερο. Έτσι θα περάσουν τα χρόνια.» Γνέφοντας, μου πρόσταξε να του βάλω κι άλλο από το μαγικό ζουμί Dewar’s 12αρι, το ίδιο εδώ και τρεις βδομάδες.

Το επόμενο ήταν κερασμένο από μένα, το ήπιε μονορούφι, πλήρωσε, χαιρέτησε κάπως αμερικάνικα, κι έφυγε. Έμεινα να τον κοιτάω.

Αποφάσισα ότι δεν ήξερε τι έλεγε ο τρελόγερος και συνέχισα να σκουπίζω ποτήρια.

Πέρασαν αρκετά χρόνια για να καταλάβω, αν μπορώ να πω ότι κατάλαβα ποτέ. Ήταν η νέμεσης του φαίνεται, αφού δεν πέθανε σαν τους αρχαίους ήρωες στις τραγωδίες, αυτούς που για τα δεινά που προκάλεσαν, η μόνη λύτρωση και γι’ αυτούς τους ίδιους, ήταν ο θάνατος. Βίαιο, βλακώδες, ανθρώπινο.

Έτσι, προσπαθούσε να θυμηθεί τι προκάλεσε, διάολε, για να μην ξεχάσει. Να θυμάται κάθε βράδυ βασανιστικά τις μαλακίες που έκανε και έδιωξε αυτό, που τώρα του λείπει.

Μπορεί να ήταν σκάρτος πατέρας και να μην τον άφησε η κόρη να ζητήσει συγνώμη σαν το σκυλί μετά από χρόνια, παρτάκιας με τις γυναίκες του, μία ή περισσότερες, ψυχοπαθής δολοφόνος. Σίγουρα όμως μόνος, πολύ μόνος.

Χτυπούσε πάντα το 12άρι του στον πάγκο πριν το κατεβάσει, γιατί έτσι κάνουν γι’ αυτούς που λείπουν, έλεγε.

Έτσι κι εγώ σήμερα, χτυπάω το ποτήρι μου στο τραπέζι και πίνω απ’ το δηλητήριο που μπορεί να με σκοτώσει, που σου έταξα πως δεν θα ξαναπιώ,

Παρακαλάω κρυφά να πραγματοποιήσει την αρχική του διάγνωση, έτσι ώστε μέσα απ’ το θάνατο, κάτι σαν κάθαρση με ανακουφίσει, αφού η ουσία της υπόσχεσης χάθηκε μαζί με σένα.

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Χατζόπουλος