Όταν ήμασταν μικροί, μια από τις πιο άβολες και ταυτόχρονα πιο συνηθισμένες ερωτήσεις που καλούμασταν να απαντήσουμε ήταν το: «Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Μια ερώτηση που καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, μας ακολουθεί και μας χαρακτηρίζει, όχι τόσο ξεκάθαρα η απάντηση της, όσο τόσο η πραγματοποίησή της. Μάλιστα, η πιθανή ή όχι πραγματοποίηση της είναι πολλές φορές αυτή που κατευθύνει την απάντηση. Και δυστυχώς δεν είναι κάτι που ξεκινάει από την ενήλικη ζωή αλλά πολύ νωρίτερα και ενδεχομένως από την πρώτη καταστροφική φορά που μας απευθύνουν αυτή την ερώτηση, πριν ο ίδιος ο μηχανισμός της κοινωνίας προλάβει.

– Μα τι με νοιάζει τι θα γίνει όταν μεγαλώσω. Να παίξω θέλω.

– Ναι καλέ, όταν μεγαλώσεις λέμε όχι τώρα.

Νομίζω αυτή η στιγμή είναι η στιγμή που πραγματικά γεννιέσαι σε αυτόν τον κόσμο. Γεννάς προσδοκίες στον περίγυρό σου, που μετέπειτα μεταφέρονται σαν προβολές και στον εαυτό σου. Γεννάς φόβους που πολλές φορές τους κουβαλάς μέχρι να φύγεις από αυτή τη ζωή. Γεννάς ένα στόχο που μπορεί και να μην είναι καν δικός σου και τρέχεις να κολλήσεις ένα «επί» στην τύχη σου, ξεχνώντας ότι όσα «επί» και να έχεις το «ευ» είναι αυτό που της προσδίδει αξία. Είναι τόσο άρτια δομημένη η ελληνική γλώσσα με τόσο μεγάλο λεξικό πλούτο, που αναβλύζει μέσα της η σοφία της ζωής. Μια απλή ετυμολογική προσέγγιση αρκεί για να συνειδητοποιήσεις ότι αξία στην τύχη σου θα δώσει αν είναι καλή ή κακή και όχι από το πόσο κοντά είσαι εσύ. Κι όμως εμείς κυνηγάμε το δεύτερο. Οξύμωρο αν σκεφτείς ότι ένας τοπικός προσδιορισμός μας κάνει να χανόμαστε και τελικά όσο κοντά νομίζουμε πως είμαστε, τόσο μακριά να βρισκόμαστε.

Βάζει όμως και η κοινωνία το χεράκι της. Από την οικογένεια όπου υπάρχουν αυτά τα αποδοκιμαστικά βλέμματα των μεγάλων που περιμένουν να απαντήσεις κάτι σπουδαίο και μεγάλο όπως γιατρός ή δικηγόρος, ενώ εσύ λες παγωτατζής επειδή απλά σ’ αρέσει το παγωτό, στην εφηβεία και τις εισαγωγικές εξετάσεις μέχρι και τη δια βίου καπιταλιστική βαρβαρότητα. Ας σταθούμε όμως λίγο μετά το πανεπιστήμιο. Στη δεύτερη άβολη ερώτηση της ζωής μας. «Πώς μπορώ να βγάλω χρήματα;»

Δυστυχώς  δεν απαντούν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο. Η μετάβαση από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή για τον καθένα είναι διαφορετική διαδικασία. Άλλος εισέρχεται νωρίτερα, άλλος αργότερα. Άλλος απλά επιβιώνει άλλος κάνει τα πάντα με κάθε τίμημα για να πετύχει. Ίσως αν η ερώτηση που θέτει η κοινωνία του σήμερα ήταν διαφορετική, τότε και τα αποτελέσματα να ήταν διαφορετικά.

Δεν είναι άγνωστο πως όλο και περισσότεροι νέοι επιλέγουν σχολές που ουδεμία σχέση έχουν με τη μετέπειτα επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Στο βωμό της επιβίωσης, θυσιάζεται κάθε προσωπικό θέλω. Ή αν το δούμε αντίστροφα ίσως ποτέ να μην πήραν τη σωστή επιλογή επειδή από μικροί ήταν χαμένοι σε αυτόν το ρημάδι τοπικό προσδιορισμό «επί» μπροστά από την τύχη. Τα επίπεδα δυστυχίας τριγύρω αυξάνονται και η κοινωνία που όλοι ζούμε, όντας κομμάτι αυτού του συνόλου εμείς οι ίδιοι, έχει μεγάλη ευθύνη. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι αυτός ο μηχανισμός δεν είναι κάτι απρόσωπο και απόμακρο αλλά κινείται από ανθρώπους, από εμάς τους ίδιους και έχουμε το ίδιο μερίδιο ευθύνης, αν όχι μεγαλύτερο.

Η ερώτηση που οφείλουμε να κάνουμε στα παιδιά μας και σε εμάς τους ίδιους είναι η εξής:

«Τι σε κάνει ευτυχισμένο;». Ούτε καν το τι «θα» σε κάνει. Τώρα που αναπνέεις τι είναι αυτό που σου κόβει την ανάσα και γεμίζει τα πνευμόνια σου με αισιοδοξία και χαρά μόνο στη σκέψη;

Η μαζική ολοκλήρωση όλων αυτών των ονείρων είναι αυτό που ονομάζεται εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Η πραγματικότητα σήμερα είναι δυστυχώς μια μετάλλαξη. Γιατί πολύ απλά ο ίδιος ο στόχος έχει ένα «επί» και όχι ένα «ευ» μπροστά. Καταπατά την ίδια την ανθρώπινη φύση. Αυτή που την κάνει να διαφέρει από τα υπόλοιπα είδη.

Μέχρι λοιπόν να έρθει η μέρα που θα μας κοπεί η ανάσα από χαρά, μέχρι τότε το γνωστό αφοριστικό απόφθεγμα:

«Είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου πάρα το τέλος του καπιταλισμού», θα μοιάζει πιο επίκαιρο από πότε.

Μέχρι την τελευταία μας ανάσα λοιπόν!

Εκεί που ξεκινάει κάθε παιδικό όνειρο…

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Εφρεμίδη