Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες ανθρώπων στη ζωή. Αυτοί που πάντα σκέφτονται και κάποιες φορές πράττουν, κι αυτοί που πάντα πράττουν και κάποιες φορές σκέφτονται. Αν σκέφτεσαι ήδη σε ποια κατηγορία απ’ τις δύο θα κατέτασσες τον εαυτό σου και γιατί, σίγουρα ανήκεις στην πρώτη. Αποφάσισα εγώ για ‘σένα. Ναι, δεν, μεν αλλά, αλλά έτσι είναι. Το ξέρω ότι δεν μπορείς να κατανοήσεις πώς ένας άνθρωπος μπορεί τόσο ελαφρά την καρδιά να παίρνει αποφάσεις για τη ζωή και σου φαίνεται τόσο ξένο αυτό, αλλά κι αντίστοιχα τις υπεραναλυτικές σκέψεις στο μυαλό σου δεν μπορεί να τις ακολουθήσει κανείς σε βάθος χρόνου, ούτε καν ο εαυτός σου.

Αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ο κάθε άνθρωπος γεννιέται σαν ένας λευκός καμβάς. Ο υπεραναλυτικός άνθρωπος έχει στη διάρκεια της ζωής του λευκό τον καμβά του. Όχι λόγω καθαρότητας του πνεύματος, αλλά πολύ απλά γιατί έχει εξετάσει όλα τα χρώματα στην παλέτα του, κάθε πιθανό κι απίθανο συνδυασμό, και δεν έχει αποφασίσει τι να πράξει. Τι να ζωγραφίσει; Κι όταν τελικά πάρει μια απόφαση, σε μεγάλο βαθμό κουρασμένος από αυτή την ανάλυση, και δεν του αρέσει, γυρνάει πάλι στη συνήθειά του και σκέφτεται τι έκανε λάθος κι όχι τι μπορεί να κερδίσει από αυτό ή τι έμαθε.

Ο υπεραναλυτικός άνθρωπος, στην προσπάθειά του αυτή, μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλούς καμβάδες με ελάχιστο χρώμα στον καθένα, σαν τον εφευρέτη που σχίζει και πετάει τα πρώτα του σχέδια στον κάδο, μέχρι να βρει το μεγάλο, το πρωτοποριακό. Φυσικά κι είναι ικανός για ευφυείς και φωτεινές σκέψεις. Αλλά η συνήθειά του για υπερανάλυση τις θάβει για κάτι δυνητικά καλύτερο. Ένας αιώνιος δισταγμός για πράξη, μια συνεχή τάση για έλεγχο. Η μεγαλύτερη λαίλαπα;

Η συνήθειά του για σκέψη. Μια συνήθεια που μοιάζει με ναρκωτικό. Τρέφεται κατά βάση απ’ το συναίσθημα κι εκδηλώνεται απ’ τη δράση της λογικής. Κατανοείς πόσο υγιές μπορεί να ‘ναι όλο αυτό; Ένας δρομέας μεγάλων αποστάσεων κλεισμένος σε ένα δωμάτιο ένα επί ένα. Ένα θηρίο σε κλουβί. Μια συνήθεια που δεν του επιτρέπει να προχωρήσει πέρα από ‘κεί που βλέπει. Κι όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Κυριακού Παναγιώτης, κατά κόσμον «Ταυτισμένος Λάθος», σε ένα στίχο του, τελικά γίνεται το κάδρο που κρεμιέται κι όχι αυτός που το παρατηρεί. Η ίδια η σκέψη του τον πάει ένα βήμα μπροστά κι η κατάχρησή της δύο βήματα πίσω. Η σκέψη αφέντης κι ο άνθρωπος έρμαιο των φόβων του.

Οι υπεραναλυτικοί άνθρωποι είναι σίγουρα συνειδητοποιημένοι αλλά και σκλαβωμένοι στις σκέψεις τους. Οτιδήποτε ζούνε μοιάζει σαν μια κασέτα χιλιοπαιγμένη, γιατί πολύ απλά την έχουνε ήδη ζήσει στο μυαλό τους. Η γοητεία του αβέβαιου θυσιάζεται για μια σταλιά έλεγχο. Έναν έλεγχο που, άμα ψάξεις βαθιά μέσα του, δεν εξηγείται με τη λογική. Με τη δική τους λογική. Και πώς να εξηγηθεί, άλλωστε; Το εκλογικευμένο συναίσθημα μόνο λογικά δε λογίζεται.

Σαν άλλοι αυτόχειρες. Αυτόχειρες στιγμών. Στρέφουν την κάννη προς τον εαυτό τους, ξεχνώντας τη δύναμη που έχουν στα χέρια τους. Και δυστυχώς, κάποιες φορές, μια στιγμή μπορεί να κρατήσει μια ζωή, και τότε δεν υπάρχει γυρισμός. Αν συναντήσεις κάπου εκεί έξω κάποιον τέτοιο άνθρωπο ή αν εσύ ο ίδιος νιώθεις έτσι, το μόνο που έχεις να του πεις είναι να τραβήξει τη σκανδάλη.

«Δυστυχισμένος έψαχνα την ευτυχία μέχρι που την άγγιξα. Το μόνο που είχα να κάνω τελικά ήταν απλώς να απλώσω το χέρι μου».

Τραβά, λοιπόν, τη σκανδάλη και τίναξε τα μυαλά σου στον αέρα. Κάπου εκεί θα βρεις και τα φτερά σου.

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη