Κάνε μου μια χάρη και ρίξε ένα βλέφαρο στο παρελθόν, για να κατανοήσεις όσο το δυνατόν περισσότερο και καλύτερα όσα έχω να σου πω. Πόσες ήταν οι φορές που έχεις χάσει ανθρώπους που πίστευες πως ήταν για πάντα; Ακόμα χειρότερα, πίστευες πως πραγματικά σ’ αγαπούν και σε νοιάζονται. Και δεν είναι πως είχες άδικο που το πίστευες. Το ένιωθες. Αφού έτσι έδειχναν. Τι άλλαξε ξαφνικά; Πώς έγινε στροφή 360 μοίρες από το πουθενά, δίχως προειδοποίηση; Πότε το «για πάντα» έγινε «ίσως και ποτέ»;

Κάθε φορά το ίδιο λάθος, κάθε φορά οι ίδιες ελπίδες, κάθε φορά όλο και χειρότερη η πτώση. Σαν να μη λες να μάθεις. Και κάθε φορά, πέφτεις στην ίδια παγίδα, στο ίδιο κενό. Είναι ο πειρασμός που δεν μπορείς ν’ αντισταθείς. Έτσι και σήμερα, όταν πέσει ο ήλιος και νιώσεις οικεία μέσα στο σκοτάδι, θα πιάσεις τον εαυτό σου ν’ αναρωτιέται ξανά. «Κάτι έκανα εγώ. Και προσπάθησα τόσο πολύ να μην κάνω». Αυτό λοιπόν ακριβώς ήταν και το λάθος σου. Όπως το έκανες εσύ, όπως το έκανα εγώ, όπως το κάνουν όλοι οι ρομαντικοί όταν νιώσουν ότι βρήκαν ό,τι έψαχναν σε δυο μάτια μελιά. Αυτή η υπερπροσπάθεια που έκανες για τον άνθρωπο που αποκαλούσες δικό σου, αυτή η ίδια «σε έφαγε».

Όσο σκληρό, όσο κακό και να ακουστεί, δε σε αγάπησε και πιθανώς ούτε καν σε ερωτεύτηκε. Ερωτεύτηκε την ιδέα σου, το ενδιαφέρον σου, τη σημασία σου, τον εαυτό του μέσα από τα μάτια σου, που τον έβλεπαν δίχως ψεγάδια. Αυτό ήταν όλο. Τροφή για τον εγωισμό του. Κι αυτή η λίγη σημασία που έπαιρνες πίσω, τα ελάχιστα γλυκόλογα, ήταν ίσα-ίσα για να σε κρατάει σε εγρήγορση. Ήσουν στο τέλος, προτού καν γνωρίσεις την αρχή. Και μέσα σου, το γνώριζες αυτό. Κάπου, κάτι στο φώναζε από μακριά. Άσχετα που δεν του έδινες τη σημασία που έπρεπε, δεν μπορείς να αρνηθείς ότι το άκουγες. Από φόβο το αγνοούσες. Φόβο μη χάσεις έναν άνθρωπο που ποτέ δε σου άνηκε. Αντί να σε φρενάρει, αυτή η εσωτερική φωνή σε πείσμωνε παραπάνω. Να δώσεις κι άλλο, όσο χρειαστεί, μέχρις ότου να μην την ακούς πια. Γιατί κάπου στη διαδρομή, κατάλαβες πως, σε βάθος χρόνου, πιο πολύ πονάει να την αγνοείς, παρά να την ακούς.

Αναπάντητες κλήσεις, μηνύματα που μένουν στο διαβάστηκε για ώρες. Αμφιβολίες κι ερωτήσεις μετέωρες. Κι όσες καταφέρνουν και βρίσκουν μιαν απάντηση ή εξήγηση, μοιάζει πιο πολύ με δικαιολογία παρά με αληθινός λόγος. Πόσες φορές να έμεινε το κινητό από μπαταρία; Πόσες φορές να το είχε στο αθόρυβο; Πόσες φορές να κοιμήθηκε; Πόσες φορές να είχε τόσο κουραστική βάρδια που απλώς να θέλει να πάει σπίτι και να μη βρεθείτε; Κι άντε, να είναι πολλές. Δεν είναι εκεί που καταλαβαίνεις πως είσαι μόνος, παρά στην υποτίμηση των ερωτήσεών σου. Εκείνες τις φορές που θα σε βγάλει τρελό, που θα θιχτεί και θα θεωρήσει ηλίθια την ανησυχία σου, άλλωστε είναι στο μυαλό σου όλα. Εκεί λοιπόν είναι το θέμα. Πως μοιάζεις παρανοϊκός κι όταν κι άμα βρεθείτε, θα είναι άλλος άνθρωπος, ενισχύοντας αυτή σου την ανασφάλεια, κάνοντάς σε να πιστεύεις πως όντως τρελάθηκες. Θα έχει γλύκα, τρυφεράδα, θα λέει λόγια μεγάλα. Θα σε ρίξει ξανά κι εσύ ξανά θα πέσεις. Και ξανά και ξανά.

Είναι μεγάλος κύκλος και σπάει δύσκολα. Όμως κανείς και καμία δεν αξίζει έναν τέτοιο έρωτα, μονόπλευρο, ούτε καν για εμπειρία. Μάθε να ζητάς και να διεκδικείς όσα δικαιωματικά σου ανήκουν. Να σέβεσαι τον εαυτό σου περισσότερο από ένα μήνυμα μετά από μέρες. Να τον αγαπάς περισσότερο από μία φορά τον μήνα. Να τον υπολογίζεις περισσότερο από φθηνές δικαιολογίες. Να τον φροντίζεις περισσότερο απ’ όσο δε σε φρόντισε ποτέ αυτός που τόσο ήλπιζες. Οπότε, ερωτεύσου τον άνθρωπο που θα αξίζει τα κουρασμένα βράδια σου μετά τη δουλειά, χαρίζοντάς σου και τα δικά του. Όχι γιατί πρέπει, μα γιατί έτσι μόνο αξίζει.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά