Είναι μερικές στιγμές μέσα στην κάθε μέρα, ξέρεις, κάπως περίεργες. Στιγμές σε μια μέρα καθημερινή, αδιάφορη, νορμάλ. Συνήθως βράδυ, μετά το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας κι όταν τα φώτα σβήνουν. Εκεί ακριβώς, προτού σε πάρει ο ύπνος, έρχονται σκηνές στο μυαλό σου. Σαν να ονειρεύεσαι ξύπνιος. Σκηνές που έχεις ζήσει ή που θα ήθελες ή και που δε θα γνωρίσεις ποτέ. Και κάπου εκεί, ένα πρόσωπο πολύ οικείο εμφανίζεται κι εσύ στη γωνία να σπας το κεφάλι σου να το αναγνωρίσεις. Τι δουλειά έχει εδώ πέρα; Ξαφνικά, το όνομα που έψαχνες, το βρήκες. Κι η μια σκηνή έγιναν δύο κι οι δύο τρεις και κάπως έτσι το βράδυ μοιάζει αξημέρωτο. Τι καλά.

Είναι μερικές ψυχές, ανάμεσα στις τόσες άλλες, που τις ξεχώρισες. Κι ακόμη τις ξεχωρίζεις, στα κρυφά, στα βουβά. Είναι αυτός ο φίλος που ήσασταν πολύ πιθανό συμμαθητές, στο ίδιο θρανίο κάπου στη γαλαρία και που ακόμα θυμάσαι να χωρίζετε με μια γραμμή από μολύβι ή στυλό τις μεριές σας. Ο φίλος που ο καθηγητής σας χώριζε σε κάθε μάθημα, γιατί όλο μιλούσατε. Τι λέγατε; Ούτε θυμάσαι ούτε σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα να θυμηθείς. Αρκούν τα γέλια σας, που ακόμη ηχούν όσο προσπαθείς να ονειρευτείς με τα μάτια ανοιχτά. Ο φίλος που κάνατε κοπάνες, που καπνίσατε πρώτη φορά κρυφά στο διάλειμμα και που μετά το σχόλασμα πηγαίνατε σπίτι μόνο και μόνο για να τηλεφωνηθείτε. Να συνεχίσετε όσα τώρα δε θυμάσαι. Αρκεί αυτό το χτύπημα στην πλάτη την ημέρα της αποφοίτησής σας, όταν τα καταφέρατε. Παρέα.

Είναι από αυτές τις φιλίες που άντεξαν και το «μετά». Σίγουρα άλλαξαν οι καθημερινότητες, υποχρεώσεις βλέπεις. Μα πάντα βρίσκατε χρόνο, έτσι έλεγες. Ακόμα κι όταν αυτός ο χρόνος μειωνόταν, κάθε φορά έμοιαζε σαν να μην πέρασε μια μέρα. Κάνατε μαζί όνειρα μεγάλα, κατοχυρώνατε κουμπαριές. Και πίστευες πολύ σ’ αυτό, δεν το λέγατε απλώς για να ειπωθεί. Μεγαλώνατε μαζί, στην κυριολεξία. Από εκεί που κλαίγατε όταν δεν αρέσατε στο πρόσωπο που σας άρεσε, τώρα κλαίτε που δεν πήρατε μια δουλειά και το νοίκι δεν πληρώνεται μόνο του κι από εκεί που ήσασταν στα πίσω καθίσματα ενός από τους δύο μπαμπάδες, τώρα ουρλιάζετε το αγαπημένο τραγούδι σας, στα μπροστινά. Αν το σκεφτείς, χαμογελάς. Είναι γλυκό το πώς περνάει ο χρόνος, μα ποτέ από εσάς. Τι έγινε τώρα;

Δεν τσακωθήκατε ποτέ, δεν μπορούσατε άλλωστε. Απομακρυνθήκατε, αλλάξατε. Μάλλον μεγαλώσατε πολύ και τα χιλιόμετρα μεταξύ σας μοιάζουν αγεφύρωτα. Ήταν μια αλήθεια που βλέπατε μα κανείς δεν παραδέχτηκε. Είναι σαν απλώς να περιμένατε αφορμή και να ήρθε. Και να ‘σαι τώρα, σήμερα, να νοσταλγείς μια σκέψη ενός ανθρώπου που τρόμαξες ν’ αναγνωρίσεις και να χαμογελάς για έναν άνθρωπο που κάποτε ήξερες. Που από ό,τι φαίνεται, το υποσυνείδητό σου φρόντισε να προστατέψει. Αναμνήσεις αναλλοίωτες στον χρόνο, γιατί έτσι κάνουν οι φίλοι.

Είναι μερικές φιλίες, βλέπεις, που δε χάνονται σε καταιγίδες. Κι ας μη λέτε πια ούτε καλημέρα. Κι ας πήρατε πτυχίο χωριστά. Κι ας μην έκατσε η κουμπαριά. Κι ας μη σου βάφτισαν το πρώτο παιδάκι σου, όπως είχαν υποσχεθεί. Κι ας μην το έκανες κι εσύ. Οι φιλίες που ακόμη αγαπάς και χαίρεσαι να φέρνει το μυαλό στην επιφάνεια κάποια βράδια. Για να τις θυμάσαι. Είναι μερικές φορές που ίσως πέφτετε ο ένας πάνω στον άλλον στους γνωστούς σας δρόμους, στα λημέρια σας. Ασυναίσθητα θα κάνετε ότι μιλάτε στο κινητό ή ακόμα και θ’ αλλάξετε εντελώς πεζοδρόμιο. Και μόλις περάσετε, θα κοιτάξετε πίσω. Να θυμηθείτε, να χαμογελάσετε. Μόνο που είστε καλά. Όλοι έχουμε μια τέτοια φιλία να σκεφτόμαστε, μια με άδοξο τέλος μα κι αναπόφευκτο. Μια που θέλουμε απλώς να σηκώσουμε το τηλέφωνο και να μάθουμε τα νέα των τόσων χρόνων. Όπως παλιά. Μια να θυμόμαστε πού και πού. Να ευχαριστούμε.

Σ’ ευχαριστώ.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου