Ακόμα μία εβδομάδα confession, άρα ακόμα μία εξομολόγηση για εσάς. Kατά βάθος κι εμείς γουστάρουμε αρκετά. Ας ξεκινήσουμε από κάτι που σε όλους είναι γνωστό: η τρέλα σίγουρα δεν πάει στα βουνά.

Καλοκαίρι, Ιούνιος 2013

Μόλις είχαμε τελειώσεις τις πανελλαδικές, σαν παιδιά κι εμείς είπαμε να διακοπάρουμε κατευθείαν να ξεφύγουμε. Αποφασίζουμε λοιπόν, να πάμε στο εξοχικό φίλης στην Καλλικράτεια, κοριτσοπαρέα. Τα πράγματα δεν ξεκίνησαν καλά από την εξαρχής. Μπερδευτήκαμε στο κτελ και κατεβήκαμε μία ώρα μετά. Ένα τεράστιος κεντρικός δρόμος και ταξί δεν υπήρχε. Ποδαράτες λοιπόν 1 ώρα και 45 λεπτά, φορτωμένες με βαλίτσες και σακούλες με φαγητά και ποτά.

Αφού φτάσαμε πτώματα σπίτι, πήγαμε για μπάνιο στη θάλασσα, γυρίσαμε ξεκουραστήκαμε και το βράδυ αποφασίζουμε να βγούμε. Κανονίζει η φίλη μου η Μαρία λοιπόν, να έρθει ένας φίλος της να μας πάρει και να μας αφήσει Καλλιθέα. Όλα καλά λοιπόν, πηγαίνουμε στο μαγαζί, διασκεδάζουμε και κάποια στιγμή, αφού έχει πάει 6 το πρωί αποφασίζουμε να φύγουμε. Τηλεφωνεί η Μαρία στο φίλο της, αλλά αυτός δεν απαντάει. Τα ταξί απεργούσαν και λεωφορεία δεν υπήρχαν. 

Καθήσαμε σ’ ένα παγκάκι και σκεφτόμασταν με ποιο τρόπο θα γυρίσουμε στο σπίτι. Τότε ξαφνικά είδα ένα περιπολικό να κάνει βόλτες μπροστά μας. Το κοιτάω επίμονα και λέω στις φίλες μου ότι είναι ο μοναδικός τρόπος να γυρίσουμε σπίτι. Τα κορίτσια δε συμφωνούσαν, αλλά με τα πολλά τις έπεισα. Οι φίλες μου θεωρούσαν ότι είναι αναγκασμένοι οι αστυνομικοί να μας πάνε σπίτι, εγώ επειδή θυμάμαι πολύ καλά ότι ζω στην Ελλάδα, θεώρησα απίθανο να τους ζητήσουμε ευγενικά να μας πάνε σπίτι και να το κάνουν. Γι’ αυτό λοιπόν έπρεπε κάτι άλλο να σκεφτούμε. Η μόνη λύση που μου ήρθε στο μυαλό ήταν να κάνουμε τις τουρίστριες που έχουν χαθεί και δεν ξέρουν να γυρίσουν σπίτι, δεν έχουν κανέναν και δεν υπάρχει τρόπος άλλος.

Αφού εξασκήσαμε πρώτα μεταξύ μας την υπέροχη αγγλική προφορά μας και κάναμε δυο τρεις πρόβες, η επιχείρηση ξεκίνησε. Πλησιάζουμε το περιπολικό, σε στυλ δε ξέρω πού πατάω και πού βρίσκομαι, ρωτάμε πού είμαστε και πώς μπορούμε να πάμε στην Καλλικράτεια. Ισχυριστήκαμε ότι μπήκαμε στο αυτοκίνητο ενός Έλληνα και μας έφερε μέχρι την Καλλιθέα, μας παράτησε κι έφυγε. Πολύ ευγενικοί οι αστυνομικοί, ο ένας γύρω στα 23 κι ο άλλος κοτά 30 περίπου, μας βάζουνε στο περιπολικό και ξεκινάει η επιστροφή.

Πολλές ερωτήσεις που δεν είχαμε προβλέψει, κοιτιόμασταν και σκουντιόμασταν για να συννενοηθούμε αφού η μία έλεγε άλλα κι η άλλη διαφορετικά. Ανυπομονούσαμε να φτάσουμε, να σταματήσουν οι ερωτήσεις και να σκάσουμε στα γέλια. Όπως κι έγινε, οι αστυνομικοί μας άφησαν στην πόρτα του σπιτιού, περιμένανε να μπούμε και μετά φύγανε. Γέλια μέχρι δακρύων εμείς, απορούσαμε πώς δε μας κατάλαβαν και πώς καταφέραμε να κρατηθούμε.

Ξημερώνει η επόμενη μέρα, συναντάμε φίλους μας στην παραλία, τους λέμε τα χθεσινοβραδινά και γελάμε όλοι μαζί. Το βράδυ αποφασίζουμε να βγούμε με δυο φίλους ακόμα τοπικά πια, γιατί την είχαμε πατήσει μια φορά, σ’ ένα beach bar που οργάνωνε ένα πάρτυ. Αυτοί οι φίλοι μας, μας ενημέρωσαν ότι θα έχουν ακόμα δύο φιλαράκια τους μαζί.

Μπαίνουμε στο μαγαζί και καθόμαστε. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και βλέπω απέναντί μας να μας πλησιάζουν οι χθεσινοί αστυνομικοί του περιπολικού με τους φίλους μας. Πολλές σκέψεις στο μυαλό τόσο γρήγορα -δεν προλαβαίναμε να σηκωθούμε και να φύγουμε. Πλησιάζουν κι εμείς χαμογελάμε. Συστηνόμαστε με τα πραγματικά μας ονόματα αυτή τη φορά και σκάμε στα γέλια.

Σας συνιστώ ανεπιφύλακτα να το κάνετε. Θα το διασκεδάσετε με την ψυχή σας. Εμείς βέβαια, την επόμενη φορά ίσως πρέπει να σκεφτούμε κάτι πιο αποτελεσματικό, δεδομένης της γκαντεμιάς που μας δέρνει.

Συντάκτης: Άννα-Μαρία Μαρίνου