Καθόμουν κάμποσες ώρες χαζεύοντας μια κενή οθόνη καθώς αναρωτιόμουν ποια θα ήταν η καταλληλότερη εισαγωγή. Ακατάστατες σκέψεις, κάμποσα συναισθήματα μα καμία ουσιώδης κατάληξη ώσπου αποφάνθηκα να μην το πολυ-κουράσω. Είναι ξεκάθαρο το θέμα από μόνο του με αποτέλεσμα να μην επιζητά τη δική μου χείρα βοηθείας. Πόσο έντονη είναι η επιθυμία του ανθρώπου να αγαπήσει και να αγαπηθεί;

Απ´την αρχή της ζωής σου μαθαίνεις να αισθάνεσαι. Πόνο, χαρά, να λαμβάνεις επιβράβευση ή τιμωρία· έννοιες που αργείς να κατανοήσεις ή να αντιληφθείς πλήρως καθώς ποτέ δεν είναι μονοδιάστατες. Εκείνο που πρώτο δέχεσαι είναι η αγάπη. Η γονική, η αδερφική, η συγγενική. Μορφές που οφείλουν να πηγάζουν από ανιδιοτέλεια· συμβαίνει όμως αυτό; Μεγαλώνοντας δημιουργείται η ανάγκη να προσφέρεις αγάπη, μα συμβαίνει όντως το να αγαπήσεις ή μήπως ζητάς τους «ιδανικούς» να σου προσφέρουν απλόχερα αυτό το αίσθημα;

Η αγάπη στο κεφάλι μου είναι πολύ συγκεκριμένη κι ίσως και στων περισσότερων, αφού το πρίσμα είναι αυστηρώς προσωπικό. Αγαπώ· ενεργητικό ρήμα, εκτελώ μια πράξη (ή νιώθω ένα συναίσθημα) χωρίς να περιμένω πάντα ανταπόκριση. Δεν αγαπάω για να αγαπηθώ, εκεί αλλάξει μορφή καθώς μπαίνουν όροι πράγμα απαγορευτικό κατά τη γνώμη μου. Πρόκειται για ένα συναίσθημα ανιδιοτέλειας από τη φύση του. Πώς να το χωρέσεις σε κουτάκια και περιορισμούς; Πώς να προφέρεις την φράση «σ´αγαπάω αλλά…» όταν δεν περικλείεται κανένας ενδοιασμός εξ ορισμού;

Δυστυχώς, ατελείωτες είναι οι περιπτώσεις που ακόμη και η πιο αγνή αγάπη, εκείνη των ανθρώπων που σου έδωσαν πνοή για ζωή, καλείται να κλονιστεί και να αμφισβητηθεί. Εν έτει 2020, η διαφορετικότητα είναι ακόμη πρόβλημα, αποτελεί ακόμα φουσκάλα σε μια κενή κι ανυπόστατη ομαλότητα και δεν απορροφάται εύκολα από την κοινωνία. Μαχητές υπεράσπισης, όλοι ωσότου έρθουν αντιμέτωποι με τη δική τους πραγματικότητα. Αναρωτιέμαι πώς στο καλό μπορείς να αγαπήσεις το παιδί σου λιγότερο όταν κάποια του επιλογή τείνει να διαφοροποιείται απ’ τη δική σου.

Κάπου αργότερα, χωρίς να έχει προσπεραστεί ο προηγούμενος κύκλος, παρέα με όλα τα κατάλοιπα που σου αφήνουν οι απαιτήσεις των γονιών, αρχίζεις να νιώθεις πράγματα για άλλους. Φίλους, συντρόφους, συγγενείς ακόμη και κατοικίδια. Δύσκολα θα αποφύγεις την, εσωτερική κυρίως, διάκριση μιας και έχεις μάθει να τη δέχεσαι από τα πρώτα χρόνια της ζωής σου. Κάθε ψυχική κατάσταση που βιώνουμε πρέπει να εκφράζεται ακριβώς όπως είναι· δίχως φόβο, δεύτερες σκέψεις ή λόγο άγνοιας την αντίδρασης του αποδέκτη. «Εγώ σ´αγαπάω. Εσύ μπορείς να κάνεις ό, τι θέλεις». Κρυβόμαστε πίσω από λανθασμένα πρότυπα και καθοσπρεπισμούς που απλώς θρέφουν τον εγωισμό μας θαρρώντας πως έτσι ίσως πληγωθούμε λιγότερο. Το ανέκφραστο αίσθημα πληγώνει περισσότερο αφού δεν έμαθες ποτέ τελικά τι θα γινόταν «αν». Βολεύτηκες στην ασφάλεια της σιωπής και αυτοτραυματίζεσαι καθημερινά.

Αγιάτρευτα κοινωνικά όντα που επιζητούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Ο ευκολότερος τρόπος να επιτευχθεί αυτό είναι να αγαπήσεις εσένα και να αγαπηθείς από τον εαυτό σου. Να σε αποδεχθείς για όσα είσαι ή δεν είσαι, για ό, τι πέτυχες ή απέτυχες. Μη γίνεσαι εχθρός σου μα σύμμαχος. Άλλωστε εσένα μόνο θα έχεις πάντα· στα δύσκολα και στα εύκολα. Θαρρώ πως αν καταφέρουμε να αποδεχθούμε τον εαυτό μας πλήρως, θα σταματήσουμε να ασχολούμαστε με τις ατέλειες των γύρω καθώς θα είμαστε περήφανοι για τις δικές μας. Κι αν δεν το πετύχουμε και ποτέ, αξίζει να προσπαθούμε κάθε μέρα. Αν όχι γι’ αυτό, τότε για τι;

 

Συντάκτης: Μέρσα Τσακίρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου