Ρεμπέτικο. Ιστορίες ανθρώπων, πάθη, αληθινές εμπειρίες που βρήκαν τον δρόμο τους στις νότες και τους στίχους. Πολλά από τα πιο γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια κρύβουν πίσω τους πραγματικά γεγονότα, ανθρώπινες τραγωδίες, έρωτες και εγκλήματα. Πάμε να δούμε κάποιες από αυτές τις ιστορίες, που έκαναν τα τραγούδια αυτά τόσο διαχρονικά.

1. Ο Γιάννης ο Φονιάς – Η τραγική ιστορία πίσω από το τραγούδι

Το τραγούδι «Ο Γιάννης ο Φονιάς» γράφτηκε από τον Νίκο Γκάτσο και μελοποιήθηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι. Ερμηνεύτηκε από τον Μανώλη Μητσιά και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ο Γκάτσος εμπνεύστηκε από μια ιστορία που του διηγήθηκε ο παραγωγός της ΕΡΑ, Γιώργος Μητρόπουλος, για τον αδερφό του πατέρα του, που δ0λοφόνησε τη σύζυγό του λόγω απιστiας. Το τραγικό αυτό περιστατικό συνέβη σε χωριό της Ηλείας. Ο Γιάννης (δεν ήταν αυτό το πραγματικό του όνομα) είναι οργανοπαίκτης, ενώ η γυναίκα του η Δέσποινα μένει σπίτι και μεγαλώνει τα παιδιά τους, όπως συμβαίνει συχνά τότε. Οι εφημερίδες της εποχής την αναφέρουν ως μια «ερωτομανή γυναίκα», η οποία συνάπτει πολλές σχέσεις, μια εκ των οποίων είναι και ο κολλητός φίλος του συζύγου της, επίσης οργανοπαίκτης. Η αποκάλυψη έρχεται τα ξημερώματα της 1ης Αυγούστου 1960, όταν ο «Γιάννης» ανακαλύπτει τις ερωτικές επιστολές που ανταλλάσει η γυναίκα του με τον καλύτερό του φίλο. Εξοργισμένος, ζητά εξηγήσεις και η απάντηση που λαμβάνει από τη Δέσποινα είναι, πως θα χωρίσει τον ίδιο και θα παντρευτεί το φίλο του, καθώς τον αγαπά. Τότε ο άνδρας, έξαλλος, της επιτίθεται με το κουζινομάχαιρο και τη σκ0τώνει με 15 μαχαιριές στο στήθος, την κοιλιά και το κεφάλι, μπροστά στα μάτια των 6 παιδιών τους. Έπειτα, τρέπεται σε φυγή. Ο «Γιάννης» αθωώνεται στο δικαστήριο, με το επιχείρημα ότι το έγkλημα διαπράχθηκε «εν βρασμώ ψυχής». Η κόρη τους, Φρόσω, δεν αντέχει την απώλεια και δίνει τέλος στη ζωή της δύο χρόνια αργότερα.

 

2. Δε λες κουβέντα – Η ιστορία πίσω από το σπαρακτικό ρεμπέτικο

Το «Δε λες κουβέντα» είναι ένα από τα πιο γνωστά ρεμπέτικα, με μουσική του Δήμου Μούτση και στίχους του Κώστα Τριπολίτη. Ερμηνεύτηκε μοναδικά από τη Σωτηρία Μπέλλου. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, η Μπέλλου εκφράζει επιφυλάξεις στον Μούτση για το τραγούδι, θεωρώντας το απαισιόδοξο λόγω των αρνητικών εκφράσεων στους στίχους. «Τι τραγούδι είναι αυτό που μου έδωσες; Όλο “όχι” λέει. Δεν αυτό, δεν εκείνο, δεν το άλλο. Τίποτα αισιόδοξο». Ζήτησα από τον Πατσιφά (το διευθυντή της εταιρείας LYRA) να μην κυκλοφορήσει το τραγούδι και θα κάνω ασφαλιστικά μέτρα», του λέει. Λίγες μέρες μετά, η ίδια χτυπά το κουδούνι του σπιτιού του Μούτση μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια. «Τελικά, είμαι τυχερή», του λέει, καθώς, μετά την κυκλοφορία του, το τραγούδι γνώρισε τεράστια επιτυχία, και η Μπέλλου αναγνώρισε την αξία του.

 

3. Φραγκοσυριανή – Ο ύμνος του έρωτα από τον Μάρκο Βαμβακάρη

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο «πατέρας» του ρεμπέτικου, έγραψε τη «Φραγκοσυριανή» κάπου μεταξύ 1935-1940, εμπνευσμένος από μια όμορφη κοπέλα που είδε σε μια από τις επισκέψεις του στη Σύρο. Όπως είπε ο ίδιος «Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες.

Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ τη σκεφτόμουν, τη σκεφτόμουν… Ούτε και ξέρω πώς τη λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».

 

4. Συννεφιασμένη Κυριακή – Το τραγούδι που έγινε εθνικός θρήνος

Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη θεωρείται ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του ρεμπέτικου. Ερμηνεύτηκε από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου, και τα πνευματικά δικαιώματα, ως προς τους στίχους, είναι μάλλον αμφιλεγόμενα. Ο στιχουργός Αλέκος Γκούβερης ισχυρίστηκε ότι έγραψε ο ίδιος τους στίχους του τραγουδιού, για την ομάδα του που είχε χάσει στο ποδόσφαιρο, και πως ο Τσιτσάνης έκανε απλά τη διόρθωση. Ο Τσιτσάνης διαφώνησε. Όπως ισχυρίστηκε: «Η μουσική που έκανα για τη Συννεφιασμένη Κυριακή ξεκινάει μέσα από το δικό μου κόσμο. Ό,τι αισθάνομαι το συνθέτω, και το τραγουδώ. Και τα λόγια δικά μου είναι. Μην ακούς τι λένε διάφοροι. Ημουνα στη Θεσσαλονίκη, είχε χιονίσει. Βγήκα να περπατήσω και είδα πάνω στο χιόνι αίματα, από συμπλοκή ανάμεσα σε στρατιώτες και αντάρτες. Μαράθηκε η ψυχή μου. Σκέψου πόσα παλικάρια σκ0τώθηκαν εδώ, είπα. Ήταν Κυριακή. Πήγα στη γωνιά μου και με πόνο καρδιάς έγραψα το τραγούδι». Αργότερα, βέβαια, σε άλλη συνέντευξή του, ο Βασίλης Τσιτσάνης παραδέχτηκε πως οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με τον Γκούβερη.

 

5. Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι – Ένα τραγούδι για τους φυλακισμένους

Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα γράφτηκε το 1945, εμπνευσμένο από τις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη. Έχει ερμηνευτεί από το Γιάννη Πουλόπουλο, τη Μαρινέλλα, τη Γιώτα Λυδία (η υπογράφουσα το άρθρο αυτό προτιμά την ερμηνεία του Γιώργου Νταλάρα). Αρχικά, οι στίχοι αναφέρονταν άμεσα στους φυλακισμένους, αλλά λόγω της λογοκρισίας της εποχής, ο Καλδάρας αναγκάστηκε να τους αλλάξει, καθιστώντας το τραγούδι πιο αλληγορικό. Παρά τις αλλαγές, το τραγούδι διατήρησε τη συναισθηματική του δύναμη και έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα ρεμπέτικα. Όπως έχει αναφέρει ο ίδιος ο συνθέτης: «Ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά το Δεκέμβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάνανε και τους κλείνανε στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός, πέθανε, Θεός σχωρέστον – Μίγκος. Τον Χρήστο τον Μίγκο.

Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο – το Γεντί Κουλέ. Και μ έπαιρνε τακτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Λοιπόν, μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο, κι εκεί που φεύγαμε βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου. “Κοίτα τώρα”, λέω, “εκεί μέσα, πίσω απ’ τα τείχη αυτά, είναι οι φυλακές. Κι εκεί μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι έγραψα το 1945 το τραγούδι”.»

Συντάκτης: Ελευθερία Σιδέρη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη