Ανέκαθεν λέγαμε πως οι σχέσεις είναι deals. Άνισα και σκληρά καμιά φορά, με τον έναν από τους δυο με μαεστρία να παίρνει όσα ζητά, αλλά ως δια μαγείας να αφήνει τον άλλον ταπί συναισθηματικά. Κλασικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι εκείνη η πικρή ατάκα “δεν ξέρω τι θέλω”, που ακόμα κι αν κρύβει αλήθεια μέσα της και δεν πρόκειται για τερτίπι, χωνεύεται πολύ δύσκολα. Η πλευρά εκείνου που καλείται να δεχτεί και να προχωρήσει μάλλον μπλέκεται σε δύσκολα μονοπάτια, κι η ευκολία εκείνου που ανακοινώνει πως δεν έχει ιδέα τι θέλει να κάνει, -νομίζει πως- απολαμβάνει μια θέση πλεονεκτική.

Καταρχάς να πούμε πως άπαξ και βρεθείς μπλεγμένος με άνθρωπο που ναι μεν γουστάρεις, αλλά ο ίδιος δε γνωρίζει πού θες να το πας εσύ μαζί του, κρατάς και το παιχνίδι ολόκληρο στα χέρια σου. Η κατάκτηση από την άλλη πλευρά μπορεί να γίνει πιο επίμονη, ενώ εσύ μια ύπαρξη πιο μυστήρια- τουλάχιστον έτσι πουλιέται το σενάριο. Δεν ξέρεις τι θες γιατί δεν είσαι σίγουρος για το τι προσφέρει ο άλλος; Υπάρχει κι άλλο άτομο στο μυαλό σου που δε θα σε χαλούσε να εμφανιζόταν στο προσκήνιο; Ή πολύ απλά παίζεις αυτό το χαρτί γιατί λειτουργείς εκ του ασφαλούς, γνωρίζοντας πως αυτός που περιμένει θα συνεχίσει να το κάνει καρτερικά, μέχρι εσύ να δώσεις το πράσινο φως;

Πολλά τα σενάρια, μα ο κοινός παρονομαστής τους είναι πως παίζονται πάνω σε πλαίσιο εγωιστικό κι υποτιμητικό. Είτε οι προθέσεις σου είναι αγνές κι είσαι πνιγμένος στις σκέψεις σου, είτε απολαμβάνεις την εξουσία που σου δίνει το να γουστάρει ο άλλος λίγο παραπάνω απ’ ότι εσύ, για λίγο ή πολύ, -καθόλου σημασία δεν έχει-, φυλακίζεις έναν άνθρωπο στο να σε σκέφτεται και να περιμένει από εσένα, μήπως οι ελπίδες που δίνεις μια μέρα γίνουν στιγμές, αντί για δικαιολογίες.

Από την άλλη, αυτός που βρίσκεται στη δεινή θέση του “περίμενε” σαφέστατα κι έχει την επιλογή να τα βροντήξει και να φύγει, μα η ιστορία για ακόμη μια φορά επιβεβαιώνει πως αυτό δε γίνεται με τη μία. Στο “δεν ξέρω τι θέλω” είναι σαν να μπλοκάρεις, να αναρωτιέσαι τι θα έπρεπε να κάνεις προκειμένου να ξεπεραστεί αυτό το στάδιο, και ο ζόρικος ή η ζόρικη να πέσει στην αγκαλιά σου μια και καλή. Και μέσα σε όλα τα άλλα, αυτό που πετυχαίνεις με απίστευτη ευστοχία, είναι για αρχή να χάσεις τον χρόνο σου κι εν συνεχεία μέρος της υπομονής που χρειάζεται για να τη βγάζεις καθαρή στα καρδιοχτύπια σου.

Αρχίζει, έπειτα, και σε τρώει η ανασφάλεια, μήπως δεν είσαι αρκετός, μήπως υπάρχει κι άλλο μέτωπο ανοιχτό παράλληλα με σένα και “να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι”. Ξέρουμε τη συνέχεια, ξέρουμε πως δύσκολα θα γλιτώσει κανείς χωρίς να του φορέσουν το παράσημο του πληγωμένου όταν το παιχνίδι λήξει. Περιμένεις κι επιμένεις όχι γιατί υπάρχει λόγος σοβαρός κι ανυπέρβλητος, μα για να κάνεις πράξη τη δική σου επιθυμία και μάλλον ο άλλος το κέφι του.

Θα ξαναγυρίσω στη θέση του “κακού”, αφού αυτή μας καίει. Όλοι, λίγο-πολύ θα έχουμε βρεθεί με αυτή τη λιχουδιά στα χέρια μας, που είναι η αίσθηση ελέγχου σε ένα νταλαβέρι που δεν ξέρουμε πού θέλουμε να φτάσουμε. Η αίσθηση του ερωτισμού σου σίγουρα ανεβαίνει, νιώθεις πιο ποθητός, λίγο άτρωτος μακριά από έντονα συναισθήματα κι άσπλαχνος ταυτόχρονα, αφού πετάς τυράκια στον απέναντι κι αν τσιμπήσει, έχει καλώς. Όταν πάλι αυτή η παραζάλη παρέλθει, έρχεται ίσως η συνειδητοποίηση του τι πραγματικά κάνεις. Τρως χρόνο και ξοδεύεις συναίσθημα από έναν άνθρωπο που σε προσέγγισε με μπέσα κι εσύ άρχισες τα τσαλίμια. Αντλείς ίσως ευχαρίστηση ή κι εκδικείσαι για παλιές σου πληγές, βλέποντας έναν άνθρωπο να πέφτει στα πατώματα για σένα, όσο εσύ διατάζεις και βγάζεις χρονοδιαγράμματα. Κι είναι άδικο, και για σένα και γι’ αυτόν που κρέμεται από τα χείλη σου.

Πάντα είχαν τη γλύκα τους τα παιχνίδια, μα βρες μου έναν πάνω σε τούτο τον κόσμο που δεν τον κέρδισε η μπέσα, το καθαρό και το άμεσο. Αυτό που δε γνωρίζει από δεύτερα βλέμματα. Είτε θες να πεις ναι, είτε όχι, το ίδιο κάνει. Να κερδίζεις δε θες πάντα; Τις έχεις τις απαντήσεις έτοιμες. Καιρός να τις κάνεις πράξη, εκεί είναι το μεγάλο παιχνίδι.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου