Να, λοιπόν, που ήρθε η ώρα να αφήσεις πίσω σου τους ρυθμούς και τη ρουτίνα της μεγαλούπολης και να μετακομίσεις σε ένα χωριό κάπου στην επαρχία ή σε ένα μικρό νησί. Ακόμη κι αν κατσουφιάζεις, κι αν απογοητεύεσαι, «όχι» δεν μπορείς να πεις, μιας που η δουλειά σου ή όποια άλλη δέσμευσή σου δε σου το επιτρέπει. Αναγκάζεσαι να πας, και θα πας. Μπορεί, βέβαια, να ήταν κι επιλογή σου, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν είναι.

Είναι οριστικό, λοιπόν, κι είναι ανάμικτα και τα συναισθήματα που σε κατακλύζουν. Απ’ τη μία στεναχώρια κι ανησυχία που θα πας σε ένα τόσο μικρό μέρος και που ίσως δε θα ‘χεις πολλές επιλογές κι, απ’ την άλλη, χαρά που θα φύγεις επιτέλους απ’ την τρέλα και το χάος της πόλης. Η μεγαλύτερή σου, όμως, ανησυχία είναι αν θα καταφέρεις να ενταχθείς σε ‘κείνη τη μικρή κοινωνία και να γίνεις ένα με τους ντόπιους, μιας που αυτοί αποτελούν την πλειοψηφία του μέρους που μετακομίζεις.

Έφτασες κι ήρθε η ώρα να ξεκινήσεις απ’ το μηδέν. Όλα γύρω μοιάζουν διαφορετικά, πόσο μάλλον οι ρυθμοί κι ο κόσμος. Τις πρώτες μέρες, οι περισσότεροι σε κοιτούν ερευνητικά και πραγματικά αισθάνεσαι σαν τη μύγα μες το γάλα. Είσαι ο «ξένος» στο μέρος τους. Σε σχολιάζουν, ρωτούν να μάθουν ποιος είσαι -αν δεν το ξέρουν ήδη, δηλαδή. Γιατί συνήθως σε έχουν φακελωμένο προτού πας. Ξέρουν ποιος είσαι, από πού ήρθες και γιατί. Μερικοί από αυτούς ξέρουν ήδη και σε ποιο σπίτι θα μείνεις. Είναι επακόλουθο των μικρών κοινωνιών, όλα να ‘ναι γνωστά σε όλους.

Θα σε κοιτάξουν από πάνω μέχρι κάτω και με μισό μάτι, παρακαλώ, θα σε χαρτογραφήσουν. Είναι διαφορετική η νοοτροπία των κατοίκων σε κλειστές κοινωνίες, ειδικότερα, όταν ένας «ξένος» έρχεται στο χωριό ή το νησί τους όχι ως περαστικός μα για να μείνει. Αυτοί κυριαρχούν εκεί κι αυτοί κάνουν κουμάντο. Πρέπει να ξέρουν ποιος είσαι, γιατί αν δεν ξέρουν ή αν δεν προσπαθήσεις έστω να μάθουν, την πάτησες. Δεν πρόκειται να ενταχθείς στον κύκλο τους και να γίνεις ένα με τους ντόπιους, αν κρατάς αποστάσεις και μυστήριο.

Οι μέρες, λοιπόν, περνούν και σιγά-σιγά αρχίζεις να γνωρίζεις τους κατοίκους του νησιού/χωριού. Όσο πιο κοινωνικός, ευγενικός και χαμογελαστός είσαι, τόσο πιο γρήγορα θα κερδίσεις την συμπάθεια και την εύνοιά τους. Θέλει τρόπο για να τους πλησιάσεις και το υφάκι δε θα σε βοηθήσει. Από μια καλημέρα στο φούρναρη, τον ψιλικατζή, τον τύπο που έχει την καφετέρια, μπορούν να αλλάξουν πολλά. Γιατί, άλλωστε, ο ένας με τον άλλον τα συζητούν αυτά. Πες το κουτσομπολιό, πες το κοινωνικό ενδιαφέρον, αυτό δε θα σταματήσει ποτέ, όσο καιρό κι αν μένεις εκεί. Είναι, εξάλλου, άγραφος νόμος το κουτσομπολιό παντού, πόσο μάλλον σε μικρές περιοχές όπου έχεις περισσότερη ευκολία να μάθεις για τους άλλους και λιγότερα ενδιαφέροντα πράγματα για να κάνεις. Ίσως κι ο μεγαλύτερος ηλικιακά πληθυσμός που πλειοψηφεί σ’ αυτά τα μέρη να συντηρεί οπισθοδρομικές αντιλήψεις.

Όλα, όμως, είναι θέμα χρόνου. Όταν περάσει ο καιρός κι οι ντόπιες παρέες σου γίνουν περισσότερες, θα δεις ότι το κλίμα θα αρχίσει να αλλάζει. Θα νιώθεις πιο κοντά τους κι οι σχέσεις σου θα ‘χουν γίνει πιο στενές. Σιγά-σιγά, θα νιώσεις ντόπιος, αφού όπου σταθείς κι όπου βρεθείς κάποιος θα σε χαιρετήσει με το μικρό σου όνομα, θα σου μιλήσει λες και σε ξέρει χρόνια και θα έχεις το χαμόγελο και την ευγένεια, αν όχι όλων, των περισσότερων.

Όταν θα φεύγεις απ’ τη δουλειά και θα καταλήγεις να πίνεις καφέ ή ούζα μαζί τους, όταν θα σε παίρνουν τηλέφωνα για να σε καλέσουν σε γιορτές, πανηγύρια και τσιμπούσια, τότε πια θα ‘σαι «ντόπιος». Η ζωή σου εκεί δε θα θυμίζει με τίποτα τα καχύποπτα κι ανήσυχα βλέμματα των πρώτων ημερών.

Είναι αλλιώς να μένεις σε μικρή κοινωνία. Οι σχέσεις είναι πιο ισχυρές,  ζεστές κι ανθρώπινες, σε αντίθεση με τον απρόσωπο κόσμο και την αδιαφορία της μεγαλούπολης, κι αυτό θα το καταλαβαίνεις όλο και περισσότερο. Νιώθεις πιο ξέγνοιαστος, ήρεμος, λιγότερο μόνος, κι αυτό είναι κάτι που δε θα θελήσεις να χάσεις. Δυστυχώς, βέβαια, το κουτσομπολιό και κάποιες φήμες, που προφανώς δε θα ισχύουν, δεν μπορείς να τα αποφύγεις.  Μπορείς ωστόσο, να μη δίνεις σημασία κι όλα θα ‘ναι εντάξει. Μετά από ένα σημείο θα σου φαίνονται κι αστεία και θα γελάς με αυτά που στην αρχή σε ενοχλούσαν.

Μη χολοσκάς για κανέναν και τίποτα. Κοίταξε εσύ να κάνεις τη δουλειά σου σωστά και να καλοπερνάς, κι όλα τα άλλα στρώνουν με τον καιρό, «ξένε».

 

Συντάκτης: Γεωργία Ιορδανοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη