Χτυπάει το τηλέφωνο κάπου στις 4 το πρωί ή στις 11, δεν έχει σημασία. Ένα μόνο όνομα θα ήθελες να δεις να αναγράφεται στην οθόνη αλλά κι αυτό δεν έχει σημασία -ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Ξέρεις πως αν όντως δεις αυτό το όνομα, θα έχει πραγματοποιηθεί μία από τις μεγαλύτερες επιθυμίες σου αυτήν τη στιγμή. Κάποιος έριξε τον εγωισμό του κι αποφάσισε να σου μιλήσει, έτσι απλά για να το κάνει, κι ας ξέρει πως δε θα οδηγήσει πουθενά. Αυτό είναι το κακό με αυτά τα τηλέφωνα, σε γεμίζουν και σε αδειάζουν πολύ γρήγορα, με τόσο γοργό ρυθμό που απορείς αν όντως γέμισες ποτέ. Κοιτάς το τηλέφωνο, τρίβεις ελαφριά τα ιδρωμένα χέρια σου και τους δίνεις το σήμα. Θα το σηκώσεις. Τι μπορεί να ακούσεις που δεν έχεις ακούσει ήδη;

Τελικά απαριθμείς 1001 δικαιολογίες. 1001 λόγους να παραιτηθείς και να πεις δε το ξανασηκώνω. Αλλά είναι κι αυτή η φωνή που τόσο γουστάρεις, που σε γεμίζει ανέλπιστα, που φουσκώνει τα σωθικά σου και τα μπερδεύει συνάμα. Βάζεις να ακούσεις κλαψιάρικες ροκ μπαλάντες και το γυρίζεις στα κρυφά σε Ρέμο. Διαβάζεις Ρίτσο και κάνεις το «δυό μήνες που δε σμίξαμε, ένας αιώνας κι εφτά δευτερόλεπτα» σημαία. Και κάθε βράδυ που δε χτυπάει το τηλέφωνο οι αιώνες περνάνε ακόμη γρηγορότερα. Κι όταν χτυπάει και το σηκώνεις, πάλι εκείνη η αδυναμία, σαν και πρώτα.

Μένεις μ’ ένα τσιγάρο κι μια απορία στο στόμα: «Αφού με χώρισες, γιατί μου τηλεφωνείς; Γιατί θέλεις να μάθεις τι κάνω;». Στρίβεις το τσιγάρο μα η απορία μένει. Θα στην  απαντήσω εγώ αυτήν, χαλάλι. Ο άνθρωπος γουστάρει προσοχή, θέλει το εγώ του ψηλότερα από την ψυχή του. Δεν μπορεί να δεχτεί πως τον ξέχασες, τον ξεπέρασες, πως μπορείς και χωρίς εκείνον, θέλει την επιβεβαίωσή του, την υπενθύμιση πως ακόμη τον χρειάζεσαι. Για αυτό τηλεφωνεί, για αυτό στέλνει μηνύματα και για αυτό δεν αφήνει εσένα, τη μουσική σου, τα τσιγάρα σου και την ποίησή σου στην ησυχία σας. Το ενδιαφέρον δε μεταφράζεται πάντα σε αγάπη ούτε σε καψούρα.

Το ενδιαφέρον πολλές φορές είναι τόσο εικονικό όσο μια βιντεοκλήση ή ένα τηλεφώνημα. Τ’ αποτσίγαρα στο τασάκι δε, είναι μια πραγματικότητα. Έκανες πολλά λάθη, το ουίσκι δεν μπορεί να τα σβήσει κι ο Χριστιανόπουλος μόνο θα τα ανάψει. Θα φλογίσει το μέσα σου και θα μείνει εκείνο να τρίζει όπως τα ξύλα σ’ ένα τζάκι, μια μέρα του Δεκέμβρη. Τα λάθη σου όμως, θα απαντήσουν τα ίδια σε κάθε τηλεφώνημα, σε κάθε «Tι κάνεις;» και «πήρα να δω πώς είσαι». Τα λάθη του άλλου ανθρώπου από την άλλη, θα σου φανερώνουν το ψεύτικο ενδιαφέρον. Γιατί ένα τηλέφωνο δε διορθώνει την κατάσταση. Θα έπρεπε να έρθει, να σου ζητήσει συγγνώμη, να σου ξεκαθαρίσει τα πάντα, να σου δώσει ένα μεγάλο φιλί και να αγγίξει το σώμα σου.

Μη σηκώνεις τα τηλέφωνα. Όσο δεν το κάνεις, ο κόμπος ξετυλίγεται, οι πεταλούδες πέφτουν, η αμηχανία χάνεται, μένει ένα γιατί για λίγο μα κι αυτό διαλύεται. Δε θέλει να ευτυχήσεις χωρίς την παρουσία του αυτό το άτομο, δε θέλει να συνειδητοποιήσει πως γουστάρεις τη ζωή και χωρίς εκείνο. Τηλεφωνεί απλά για να τονωθεί το εγώ του, για να ξέρει πως ακόμη περιμένεις, πως δεν το ξέχασες κι ας είναι αυτό που έφυγε, που ζήτησε να προχωρήσεις και να το ξεχάσεις.  Κι αν σηκώσεις το τηλέφωνο, του κάνεις τη χάρη, ξέρει πως περιμένεις πάλι στην άλλη γραμμή, ξέρει για το ουίσκι και τα αποτσίγαρα.

Μην του κάνεις τη χάρη. Κλείσε το τηλέφωνο, βάλε το όνομα του ανθρώπου αυτού σε φραγή. Χύσε το αλκοόλ στο νεροχύτη, σβήσε το τσιγάρο. Μη βάζεις τίποτα άλλο μέσα σου, μόνο βγάλε. Μ’ ό,τι τρόπο εσύ γουστάρεις. Τρέξε στους δρόμους το ξημέρωμα με μουσική στα ακουστικά, ζωγράφισε στο πάτωμα και χόρεψε στην κουζίνα, αγάπησε λίγο παραπάνω τον εαυτό σου γιατί εκείνος σ’ αγαπάει τόσο πολύ. Κι αν τόσο θέλεις να πνίξεις τον πόνο σου στα ξίδια, έλα να τον πνίξουμε μαζί, κι αν τόσο θέλεις να σηκώσεις το τηλέφωνο, κανείς δε στο απαγορεύει, αλλά ο εαυτός σου ξέρει πως αξίζεις περισσότερα από κλάψα και ποτά. Εμένα με ξεγελάς, εκείνον όχι.

 

 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου