Θυμάσαι πως καμιά φορά περπατώντας με τα κόκκινά σου πέδιλα, σκεφτόσουν από παιδί τις ευθύνες σου κι αυτά που βάραιναν τους ισχνούς σου ώμους, μα δεν μπορούσες να πεις και πολλά γιατί οι άνθρωποι που όφειλαν να σε μεγαλώσουν, σ’ άφησαν να μεγαλώσεις μόνο σου. Σου ζητούσαν να διαβάζεις μα ποτέ δεν κάθισαν να σου εξηγήσουν πώς γίνεται η διαίρεση ή πώς να μαθαίνεις την ιστορία. Σε φώναζαν αν έστρωνες λάθος το κρεβάτι σου ή αν έμπαινες με τα παπούτσια μες στο σπίτι, αλλά κανείς δεν προσπάθησε να σου δείξει πώς να προσέχεις τον εαυτό σου και το δωμάτιό σου ή πώς να προστατεύεσαι από τα μικρόβια. Κανείς δε σου είπε τέλος πάντων γιατί είναι τόσο σημαντικό να βγάζεις τα παπούτσια εκεί που πρέπει.

Κι εσύ μεγάλωνες, μάθαινες, προχωρούσες και καταλάβαινες πως όλα μόνος σου πρέπει να τα κάνεις και πως όλες τις ευθύνες είναι δουλειά σου να τις αναλάβεις. Κι αν δεν περνούσε από τα χέρια σου η ολοκληρωμένη ομαδική εργασία στο σχολείο, δεν έφτανε στον καθηγητή. Αν δεν καθάριζες εσύ το σπίτι, δεν ένιωθες ποτέ τη σιγουριά πως είναι όντως καθαρό. Αν σήμερα κάθε πράγμα στη δουλειά δεν ελεγχθεί από σένα, δε νιώθεις ποτέ ασφάλεια.

Αναρωτιέσαι γιατί είσαι έτσι, από πού προέκυψε αυτή η ανάγκη να ελέγχεις τα πάντα και αν ποτέ θα νιώσεις γαλήνη χωρίς να χρειαστεί ν’ ασχοληθείς με καθετί μικρό μες στη μέρα. Δε ζητάς βοήθεια, δε θέλεις να το κάνεις, πιστεύεις πως μετά θα διορθώνεις ξένα λάθη κι αυτό σε νευριάζει ακόμα περισσότερο. Κάνεις γυμναστική, πίνεις νερό, τρέφεσαι υγιεινά, μορφώνεσαι, εξελίσσεσαι, δουλεύεις αλλά ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να εμπιστευτείς ποτέ κανέναν να ολοκληρώσει κάτι για σένα -νιώθεις τρόμο και μόνο στη σκέψη.

Κι όσο κι αν δουλέψεις με τον εαυτό σου στο τώρα, αν δε γυρίσεις στα παιδικά σου χρόνια δε βρίσκεις πού πήγε λάθος το πράγμα κι ούτε αντιλαμβάνεσαι γιατί αυτό το άγχος, η πίεση, ο κόμπος στο λαιμό. Δεν ξέρεις πού να ψάξεις και τι να κάνεις για να νιώσεις επιτέλους λίγη ηρεμία και να προχωρήσεις, να εμπιστευτείς, να νιώσεις πως επιτέλους μπορείς να ζητήσεις βοήθεια ή να πεις «δεν μπορώ να το αναλάβω κι αυτό εγώ».

Μεγάλωσες γνωρίζοντας πως δεν μπορείς να στηριχτείς σε κανέναν και πως όλα εσύ πρέπει να τα κουβαλήσεις, ανεξάρτητα από το αν ένιωθες εντάξει να το κάνεις ή όχι. Μεγάλωσες χωρίς ποτέ ν’ απασχολήσεις τους γονείς σου ή τους γύρω σου κι ένιωθες περηφάνια όταν σου έλεγαν πόσο ώριμο είσαι. Αργά μόνο κατάλαβες ότι η ωριμότητα για την οποία όλοι σε παίνευαν δεν ήταν προτέρημα, αλλά ο τρόπος σου να είσαι το καλό παιδί και να πάρεις τρυφερότητα και προσοχή από τους γονείς σου.

Οι καλοί βαθμοί ήταν το κόλπο σου για να πάρεις λίγα μπράβο επιτέλους και οι ευθύνες που έμαθες ν’ αναλαμβάνεις η τελευταία σου ελπίδα να νιώσεις πως αγαπιέσαι. Κι όταν τα κατάλαβες όλα αυτά, όταν επιτέλους μίλησες με τον εαυτό σου και του τα παραδέχτηκες, όχι μόνο ένιωσες να φεύγει από πάνω σου ένα βάρος, αλλά συνειδητοποίησες τι έπρεπε να κάνεις για να προχωρήσεις.

Έπρεπε να συγχωρήσεις τους γονείς σου και τον εαυτό σου για όλα αυτά που πονούσαν την καρδούλα σου τα παιδικά σου χρόνια. Έπρεπε να πάρεις αγκαλιά το μικρό παιδάκι μέσα σου που τόσο πολύ έψαχνε την αγάπη αλλά δεν ήξεραν πάντα πώς να του την προσφέρουν.

Κι όταν τα κατάλαβες όλα αυτά, τουλάχιστον ήξερες γιατί δεχόσουν να σου φορτώνουν τόσο βάρος. Γιατί η ελεγκτική συμπεριφορά, το άγχος κι ο κόμπος στον λαιμό.

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου