Είμαστε λαός του έξω, γενικά. Είναι στη φύση μας. Μας αρέσει να κυκλοφορούμε, να βγαίνουμε, να τα σπάμε. Κι η πόλη δεν κοιμάται ποτέ. Όπως και να ‘χει, όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να ξεσκάμε πού και πού. Να ξεφεύγουμε απ’ την πίεση της μέρας, της καθημερινότητας, της ρουτίνας.

Η παρέα μας είναι αυτή που μας ορίζει. Τα άτομα με τα οποία κάθε φορά που βγαίνουμε δημιουργούμε στιγμές και γράφουμε μια καινούργια ιστορία. Μόνο που δε συμβαίνει πάντα να συγχρονίζουμε τις διαθέσεις μας. Μερικές φορές είναι δύσκολο, λόγω υποχρεώσεων, ακόμα και να συντονιστούμε, ώστε να μη λείπει κανένας ανεξαιρέτως.

Υπάρχουν κάποια βράδια που βγαίνουμε κι είμαστε κουρασμένοι. Λέμε «τώρα τι το ‘θελα». Ουδεμία όρεξη. Κάποιες φορές δεν το απολαμβάνουμε επειδή είμαστε πολύ αγχωμένοι γιατί σκεφτόμαστε ένα σωρό πράγματα, που έχουμε να κάνουμε την επόμενη μέρα. Συνεπώς, δεν μπορούμε να το χαρούμε με τίποτα, γκρινιάζουμε κι όλο βλέπουμε το ρολόι και φανταζόμαστε το κρεβατάκι μας.

Κάποιες φορές οι έξοδοί μας είναι κάπως χλιαρές. Είναι απλώς συνηθισμένες, αναμενόμενες, ίδιες. Εντάξει, χρειάζονται κι αυτές. Δεν είναι ότι δεν περνάμε ωραία, απλώς δεν έγινε και κάτι σπουδαίο. Αν μας ρωτήσουν, δηλαδή, πώς περάσαμε χθες θα απαντήσουμε «Εντάξει, καλά ήταν». Δεν είναι ότι είμαστε αχάριστοι. Απλώς ξέρουμε ότι υπάρχουν –γιατί το ‘χουμε ζήσει– και πιο ωραίες στιγμές.

Να ξέρετε πως το τέλειο, αυτό που φαντάζει ιδανικό, δεν μπορεί να προγραμματιστεί. Όσο κι αν το φανταστείς, όσο κι αν ανυπομονείς γι’ αυτό και το ‘χεις λιώσει να μιλάς για μια επερχόμενη έξοδο που θα μείνει στην ιστορία, πάντα κάτι σου ξεφεύγει. Κάτι που δεν υπολόγισες, το απρόοπτο, την κούραση και την όρεξη που θα έχεις τη δεδομένη στιγμή. Και πώς να το κάνουμε; Άμα πάει κάτι στραβά, είναι τουλάχιστον απογοητευτικό. Μέχρι που λες «Δεν πρόκειται να ξαναπρογραμματίσω ποτέ τίποτα». Όχι, τουλάχιστον, με τόση λεπτομέρεια.

Οι ομορφότερες νύχτες ήταν αυτές που δεν υπολογίσαμε. Εκείνες για τις οποίες δεν προετοιμαστήκαμε. Ούτε ανυπόμονοι υπήρξαμε ούτε τίποτα τέτοιο. Δεν είπαμε καν πως βαριόμαστε ή ότι θα πάμε και δε θα περάσουμε καλά. Δεν προϊδεάσαμε την κατάληξη. Ήρθαν κάπως απρόοπτα και πέρασαν σε άλλο level.

Ήταν η νύχτα που ρέμβαζες χαλαρά στη βεράντα σου ώσπου χτύπησε ξαφνικά το τηλέφωνο στις 11 το βράδυ. Ήταν ο φίλος σου και σου ‘πε να πάτε χαλαρά για κάνα ποτάκι. Μέχρι που μαζευτήκατε τελικά όλη η παρέα κι από δύο γίνατε πολλοί. Έτυχε να μπορείτε όλοι εκείνο το βράδυ, χωρίς καν να έχει κανονιστεί από πριν. Βγήκατε, το ένα ποτό έγιναν δύο και τρία. Δε σας ένοιαζε, δε βιαζόσασταν, ήσασταν χαλαροί. Ήταν μια ήρεμη περίοδος και δεν είχατε να κάνετε κάτι την επόμενη μέρα. Γυρίσατε 2-3 bar, πήγατε και σε κάποιο after κι επιστρέψατε αισίως σπίτι στις 5 το πρωί.

Σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη έξοδο δεν υπήρξαν ούτε γκρίνιες, ούτε ιδιοτροπίες, ούτε οποιουδήποτε είδους μικροτσακωμός. Ήσασταν παρέα με όλη τη σημασία της λέξεως. Γελάσατε δυνατά, τραγουδήσατε, είπατε τις σαχλαμάρες σας. Κι ήταν όντως σαχλαμάρες γιατί μια τέτοια νύχτα δεν είναι για να συζητάς σοβαρά πράγματα. Πήγατε να ξεχαστείτε, να χαλαρώσετε και να περάσετε καλά. Κι αυτό έγινε.

Θα τη χαρακτήριζε κανείς την τέλεια νύχτα. Αυτήν που θα ήθελες σίγουρα να επαναλάβεις. Δεν είναι καθημερινό να έχουν όλοι το ίδιο κέφι, την ίδια ένταση, την ίδια όρεξη, τη διάθεση να περάσετε καλά. Όποτε συμβαίνει, μια καινούργια ιστορική νύχτα καταγράφεται, η οποία δε θα ξεχαστεί εύκολα γιατί δεν ήταν καθόλου χλιαρή. Ήταν όπως έπρεπε κι έχει γραφτεί στην ιστορία της παρέας.

Δύσκολο πολύ να προγραμματίσεις μια τέτοια νύχτα. Δεν προγραμματίζεται. Είναι αδύνατο. Και να την προγραμματίσεις, δηλαδή, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο. Δεν μπορείς να κουρδίσεις τη διάθεση ούτε να πείσεις κανέναν. Έρχεται από μόνο του αυτό, συμβαίνει, υπάρχει. Κι ίσως να είναι καλύτερα έτσι, αλλιώς πιθανόν να έχανε την αξία του. Γι΄ αυτό μην το πολυκουράζεις. Απλώς όταν έρθει, ζήσ’ το.

Συντάκτης: Παύλος Πήττας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη