«Γιατί ο άνθρωπος να φοβάται ό,τι ακριβώς τον σώζει; Τις απότομες στροφές και τις εκκωφαντικές πτώσεις, τις μοναχικές νύχτες και τα γοητευτικά τους σημάδια;» σκέφτηκες δυνατά ένα βράδυ του Ιούλη.

«Επειδή γεννηθήκαμε φυγόπονοι. Απλό και τελεσίδικο» σου απάντησα δήθεν αδιάφορα κοιτώντας ψηλά τον ουρανό, λες και γύρευα μια κάποια απάντηση απ’ το δημιουργό του σύμπαντος.

«Γεννηθήκαμε ή διδαχθήκαμε να είμαστε; Λάτρεις των λείων δρόμων και των κοινωνικά αποδεκτών αδιεξόδων δηλώνουμε αιωνίως. Αρκούμαστε στα μετρημένα κουκιά, στους γλυκανάλατους δεσμούς, στην ανιαρή δουλειά και στη στρωτή ζωή. Και κάθε φορά που ξεστομίζουμε τη λέξη «βολεύτηκα», ένας ακόμη ήρωας των παιδικών μας παραμυθιών πεθαίνει. Άδοξος θάνατος για τις ελπίδες που θέριευαν στις καρδιές μας, δε συμφωνείς;»  μου αποκρίθηκες με μια ανάσα.

Σε κοιτούσα προσεκτικά, εσένα, έναν ρομαντικό δραπέτη του θνητού έργου. Αναρωτιόμουν αν οι δραπέτες  μπορούν πράγματι να τρέξουν μακριά, ξεφεύγοντας απ’ τη συμβατική φούσκα. Άραγε, αν στ’ αλήθεια τους δινόταν η ευκαιρία, θα έβρισκαν τα κουράγια να την αρπάξουν ή θα παρέμεναν μελαγχολικοί παρατηρητές της μικροαστικής παρωδίας;

Ας βολευτούμε, λοιπόν! Ας συμφωνήσουμε με μια φωνή και καμία ψυχή πως μέχρι εκεί έφτανε ο ίσκιος μας. Ύστερα, ας στείλουμε γλυκά στη μαμά ως ένα ελάχιστο «ευχαριστώ» που μας ανέθρεψε υπάκουους κι ολιγαρκείς. Ας μην ξεχάσουμε να αγοράσουμε μισό κιλό μελομακάρονα και για τον συμπαθή τύπο που μας διόρισε στο δημόσιο. Το όσκαρ δε θα το διεκδικήσουμε ποτέ, μα μια χαρά τη σκαπουλάραμε σε καιρούς χαλεπούς.

Έχουμε το κεφαλάκι μας ήσυχο και κρατάμε σφιχτά στα χέρια τα καλούτσικα χαρτιά που το σύμπαν μας κληροδότησε. Βέβαια, αν ο άνεμος αλλάξει πορεία, τα χαρτιά θα σκορπιστούν στα διάφορα σημεία του ορίζοντα. Η τράπουλα θα ανακατευτεί πάλι κι εμείς –συντετριμμένοι μα πλημμυρισμένοι από αδρεναλίνη– ίσως και να γυρέψουμε τον άσσο που για χρόνια κρυβόταν στο ίδιο το μανίκι μας. Θα καταλάβουμε τότε πως γίναμε το καμάρι των γονιών, αλλά κάπου στην πορεία αφήσαμε πίσω τον επαναστάτη έφηβο που οραματιζόταν μακρινά ταξίδια και φευγάτους συνοδοιπόρους.

Θα κλάψουμε πάνω απ’ το χυμένο γάλα για ώρες, μέρες και μήνες. Ύστερα θ’ αποφασίσουμε πως σοφά αυτό αποχωρίστηκε την κανάτα και χάλασε το καλό μας παρκέ. Οι πιο θαρραλέοι θα ομολογήσουμε πως ουδέποτε υπήρξαμε λάτρεις του. Ανέκαθεν το φραγκοστάφυλο επιθυμούσαμε. Ωστόσο μας έμαθαν από νωρίς πως τα καλά παιδιά πίνουν γάλα το πρωί. Και θέλαμε τόσο πολύ να γίνουμε καλά παιδιά. Θα κερδίζαμε την αγάπη.

Κι έτσι γίναμε. Καλά και σχετικά τακτοποιημένα. Μεγαλώσαμε. Ξετρυπώσαμε απ’ το κρησφύγετο των ιδανικών συντρόφων το μετριοπαθές άλλο μας μισό. Ευλογήσαμε τη σχέση μας στην εκκλησία. Ακολουθήσαμε με ευλάβεια το πρόγραμμα. Γυρεύαμε σταθερά τα μισά κι αποφεύγαμε τα ολόκληρα. Πείσαμε, άλλωστε, την αφεντιά μας πως οι ήρωες δεν κόβουν βόλτες στην καθημερινότητα, πως οι έρωτες δε φορούν νυφικά και γαμπριάτικα κοστούμια και πως μονάχα οι χομπίστες κάνουν την καψούρα τους επάγγελμα.

Όμως το γάλα χύθηκε κι εμείς δεν μπορούμε πια να αγνοήσουμε την πλήξη που μας προκαλεί η κανάτα. Και το ακόμη πιο συναρπαστικό; Επιτέλους θυμηθήκαμε το φραγκοστάφυλο. Εκείνη τη μυρωδιά που μας τραβούσε απ’ τη μύτη… Τώρα ρισκάρουμε, καθώς τα συμπαθητικά φύλλα δε μας κρατούν πια στο χέρι. Ξεφορτωνόμαστε τις πατερίτσες του βολέματος, χορεύοντας παθιασμένο ταγκό με την ίδια την υπέρβαση. Αποδεικνύεται, μάλιστα, λαλίστατη ντάμα, αφού μας διηγείται ιστορίες για απότομες πτώσεις που οδήγησαν σε ανείπωτους θριάμβους, κινηματογραφικές αγάπες κι επαναχάραξη πορείας.

Όλα στην πράσινη τσόχα, λοιπόν. Ποτέ οι ίδιοι, ποτέ ξανά δειλοί. Μοστράρουμε περήφανα τις γρατσουνιές μας χλευάζοντας έναν κόσμο που αρέσκεται σε πορσελάνινα δέρματα και πλαδαρές ψυχές.  Σπάμε τη γυάλα κι αρνούμαστε να ξανακολλήσουμε τα κομμάτια της πλήξης. Γιατί ποιοι είμαστε αν δε σηκωθούμε και πού θα καταλήξουμε όταν στερηθούμε τη μέθη της έκστασης;

Ας φέρουμε τούμπα το σύμπαν κι ας συνειδητοποιήσουμε πως η νόρμα αποτελεί μιαν ακόμη υπερεκτιμημένη έννοια στο θνητό λεξιλόγιο. Αποχωρώντας απ’ το τραπέζι των μαριονετών,  θα επιστρέψουμε στο καζίνο της ζωής ως παίχτες.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη