Πότε ερωτεύεσαι; Αρκεί ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα ή θέλει χρόνο και κόπο; Πότε ξέρεις ότι ερωτεύεσαι; Όταν ο ύπνος είναι πια αδιάφορος; Όταν το φαΐ είναι άνοστο; Όταν θες πάντα λίγο ακόμα; Κι άραγε να επέλεξες τον έρωτα ή σου χτύπησε απρόσκλητος την πόρτα;

Κι όταν απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα κι αποφασίσεις πως ο έρωτας είναι εδώ, τι γίνεται όταν ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου είναι περισσότερο ερωτευμένος με τον εαυτό του παρά με εσένα;

Τα πρώτα σου βήματα είναι γνωστά και καλοβαδισμένα από όλους μας. Στην αρχή θα κλείσεις τα αφτιά και τα μάτια και θα κρεμάσεις στην εξώπορτα την ταμπέλα «Έρωτας» κι έπειτα θα το βαφτίσεις «Αμοιβαίο» και μπροστά σε έναν αμοιβαίο έρωτα όλα τα ελαττώματα επιτρέπονται, σωστά;

Ύστερα θα προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, να το βάλεις κάτω απ’ το χαλάκι και να το σκεπάσεις προσεκτικά με τις αναμνήσεις απ’ τα δικά σας ατελείωτα βράδια. Μα πόσο κουκούλωμα να αντέξει μια αγάπη; Με α’ ενικό στον έρωτα κανείς δεν επιβίωσε. Κι αυτό γιατί εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει το «εμείς», υπάρχει το «εγώ» κι η αγάπη είναι αριθμού πληθυντικού, σαν τους ανυπεράσπιστους έρωτες της Δημουλά.

Ο νάρκισσος ποτέ δε θα βάλει το «εμείς» πάνω απ’ το «εγώ» του και γι’ αυτό πάντα θα είναι καταδικασμένος να είναι ανίκανος να αγαπήσει όσο έχει αγαπηθεί. Είναι γοητευτικός, έχει πειθώ που συνοδεύεται από μπόλικη αυτοπεποίθηση. Ξέρει τι θέλει, ξέρει πώς θα το πάρει και ξέρει πώς να κάνει τον ίδιο ευτυχισμένο.

Θα σε μπερδέψει στην αρχή ο ενθουσιασμός που θα δείξει, τόσο που θα σε πείσει πως ο ναρκισσισμός του είναι γοητευτικός. Σίγουρα, όμως, αυτή η γοητεία κρατάει λίγο. Και καταλήγεις με χέρια κουρασμένα και μάτια αγανακτισμένα, έτοιμα πια να κοιτάξουν το βουνό που είχες μαζέψει με προσοχή κι ελπίδα κάτω απ’ το χαλί, πιστεύοντας πως οι αναμνήσεις μιας προσωπικής ευτυχίας είναι ικανές να καλύψουν κάθε πρόβλημα.

Τελικά, δεν έφτασαν. Το ήξερες, όμως, έτσι δεν είναι; Απ’ την πρώτη στιγμή βάραγε αυτό το καμπανάκι, το ένιωθες το λάθος, αλλά επέλεξες να κάνεις τα στραβά μάτια.

Και μπορεί να έφαγες το κεφάλι σου κι η στοίβα κάτω απ’ το χαλί σου να σε έπνιξε, αλλά θα ξανασηκωθείς, εκείνος όμως; Εκείνος και το «εγώ» του δε γνωρίζουν καν αν υπάρχει αληθινή αγάπη ή αν είναι απλά μια αναγκαία επιβεβαίωση για το μεγαλείο τους.

Και για αυτό είναι καταδικασμένοι να αναπηδούν ανάμεσα σε έρωτες προβαρισμένους, γνωστούς, έρωτες που είναι έτοιμοι να λήξουν μέχρι τον επόμενο. Κάπου, σε κάποιο σκονισμένο βιβλίο, χωμένο σε ένα συρτάρι που είχε καιρό να δει το φως του ήλιου, βρήκα ένα κείμενο του Truman Capote, που έλεγε: «Έχει πλέον κάτι το μαραμένο, το ξεραμένο, επειδή πέρασε τη ζωή της αγαπώντας μόνο τον εαυτό της κι αυτόν όχι πολύ».

Πόσο ματαιόδοξο; Να περνάς μια ζωή ανίκανος να αγαπήσεις κάτι άλλο πιο πολύ απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό; Πόσο θλιβερή να είναι μια ζωή άδεια από αμοιβαία αγάπη ή τουλάχιστον απ’ την ανάμνηση ενός αμοιβαίου ερωτά;

Μάλλον ποτέ δε θα καταλάβω πως δυο ζευγάρια χέρια –ενωμένα– δεν είναι αρκετά για να φέρουν σε έναν νάρκισσο την ευτυχία.

Συντάκτης: Νάγια Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη