Ο έρωτας είναι ωραίο πράγμα, όμως πολλές φορές απατηλό. Σε βάζει σε περίεργα μονοπάτια, σε οδούς που ίσως να μην υπολόγιζες να μπεις και μια από τις αγαπημένες του ονομάζεται «εντυπωσιασμός». Είναι η υπερβολή στις πράξεις μας και στα λόγια μας, η τεχνική του να κάνουμε την εικόνα μας λίγο πιο θαμπή μόνο και μόνο για να ζωγραφίσουμε από πάνω μια εκδοχή μας που θα τραβήξει σίγουρα τα βλέμματα, με πράγματα όμως που μπορεί να ισχύουν, μπορεί και όχι.

Αρχικά σε μια σχέση, ειδικά αν είναι φρέσκια-φρέσκια, είναι λογικό να θέλεις να παρουσιάσεις την καλύτερη δυνατή εικόνα σου. Να δείξεις τα ενδιαφέροντά σου, τον τρόπο σκέψης σου. Τα λόγια σου ενίοτε θα έχουν μια δόση υπερβολής γιατί πιστεύεις πως αν δεν πασπαλίσεις με χρώματα και εντάσεις τα όσα πεις, ίσως δε γίνεις αρκετά αρεστός. Θέλεις να δημιουργείς μόνο θετικές σκέψεις στο μυαλουδάκι του ατόμου απέναντί σου, αφού ακόμη και η μικρότερη αρνητική εντύπωση θα μπορούσε να θεωρηθεί, ή να οδηγήσει, σε ήττα!

 

 

Ο έρωτας αλλάζει αρκετά τον άνθρωπο και κάποιες φορές τον κάνει να μην ξέρει πώς να πράξει. Μέσα στο ατελείωτο κυνήγι του εντυπωσιασμού καταλήγεις να νιώθεις πως τα έχεις χαμένα. Η ανάγκη για μια εικόνα αψεγάδιαστη οδηγεί στο φόβο που λέει ότι ακόμη και η παραμικρή ατέλεια ίσως σταθεί ικανή να γκρεμίσει σε δευτερόλεπτα αυτό που υπάρχει. Στην προσπάθεια να χτιστεί κάτι δυνατό, καταλήγεις με ένα οικοδόμημα εύθραυστο. Καταλήγεις να μην είσαι ο πραγματικός σου εαυτός, να δείχνεις προς τα έξω αυτό που θα ήθελες να είσαι, μια εξιδανικευμένη εκδοχή σου που όμως ανεβάζει το επίπεδο δυσκολίας σε ένα ύψος που τελικά σου φαντάζει άφταστο. Και όλα αυτά γιατί πιστεύεις πως μόνο έτσι θα κρατήσει. Κάνουμε συνεχώς το ίδιο λάθος, αφού καμιά φορά έρωτας σημαίνει και απουσία λογικής. Απουσία της συνειδητοποίησης πως το κυνήγι της τέλειας εικόνας ίσως να είναι μάταιο.

Άλλες φορές πάλι, ίσως να μην καταλαβαίνουμε πλήρως την υπερβολή μας. Δηλώνουμε πως «θέλουμε για το ταίρι μας να κάνουμε τα πάντα» είτε αυτό σημαίνει δώρα και ρομαντικές κινήσεις δίχως τέλος, είτε σημαίνει τη μόνιμη παρουσία μας. Αυτό το «κάθε μέρα, όλη μέρα» που κατά γενική ομολογία είναι αποπνικτικό αλλά μπροστά σε μια δυνατή καψούρα λέμε πως «είναι εντάξει». Ένα άτομο που μας ξέρει θα δει την υπερβολή να ξεχειλίζει, αλλά εμείς το βλέπουμε φυσιολογικό και δίχως ίχνος πράξεων εντυπωσιασμού. Εθελοτυφλούμε. Τα λόγια μας πλέον δείχνουν να μην έχουν κανένα μέτρο, τα φουσκώνουμε όλο και περισσότερο, σαν ένα μπαλόνι που κοιτάμε να δούμε πόσο μεγάλο θα καταφέρουμε να κάνουμε, αλλά καταλήγουμε να σκάει πανηγυρικά στα μούτρα μας. Λες και το άλλο άτομο δεν έχει κανένα ελάττωμα, είναι τέλειο και για αυτό δε θα μπορούσε να συγχωρήσει τα ψεγάδια μας. Λες και δεν είναι άνθρωπος, είναι ρομπότ προγραμματισμένο για το άψογο.

Διογκώνουμε τα πάντα για να κάνουμε τον άλλον να μας κοιτάξει με θαυμασμό. Αυτό που δε συνειδητοποιούμε είναι ότι η ανάγκη του ανθρώπου να είναι τέλειος, να μην υπάρχει καλύτερος από αυτόν, δημιουργείται γιατί κάπου στο εσωτερικό του υπάρχει ένα αίσθημα που λέγεται ανασφάλεια. Δε θα κερδίζεις όμως συνεχώς το ταίρι σου με αυτήν την τακτική. Μεγαλύτερο αποτέλεσμα θα έχει το να  αφήσεις και λίγο μυστήριο στην υπόθεση, να αφήσεις χώρο να σε ανακαλύψει ο άλλος πραγματικά και να ανοίγεις αληθινά χαρτιά σου αντί να βγάζεις έναν-έναν τους υποτιθέμενους άσσους από τα μανίκια σου.

Κανένας μας κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη δε βλέπει μόνο καλά στοιχεία, αντίθετα, ακόμη και με μια γρήγορη ματιά, βλέπει πολλά αρνητικά. Δεν είναι ανάγκη να θαμπώνουμε αυτόν τον καθρέφτη με υδρατμούς, λες και μόλις βγήκαμε από ένα ζεστό μπάνιο, μόνο και μόνο για να ζωγραφίσουμε με το δάχτυλό μας μια χαμογελαστή φατσούλα. Καλύτερα ο άνθρωπός σου να γνωρίζει εξαρχής το ποιος είσαι, χωρίς αναίτιες υπερβολές στα λόγια σου και στις πράξεις σου. Όσο φυσικό κι αν είναι να υπάρχουν αυτά στην αρχή, από ένα σημείο και μετά είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε ότι κίνητρο δεν είναι μόνο η αγάπη, αλλά η ανασφάλεια. Και όταν κάνουμε αυτό το βήμα ίσως καταφέρουμε να αφήσουμε να φανεί και μια πιο αυθεντική εκδοχή μας.

Συντάκτης: Άντζη Ευριπίδου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη