Άκου να δεις τώρα τι παίζεται τον τελευταίο καιρό μέσα στη νοσηρή φαντασία μου και το καλλίγραμμο μυαλό μου.

Θες να φταίει ο Ερμής που είναι ανάδρομος και έχει καταντήσει εμάς τους Διδύμους τα ράκη του ζωδιακού; Θες η Άντζελα; Όπως και να χει, εγώ αποφάσισα να κάνω καμπάκ (προφέρεται όπως διαβάζεται – μία λέξη).

Όχι στον έρωτα σου, ούτε και έτσι γενικά και αόριστα. Αλλά να κάνω καμπάκ σε φιλίες που πέρασαν και χάθηκαν. Θα έλεγα φιλίες που πέρασαν και δεν ακούμπησαν, αλλά οι συγκεκριμένες πέρασαν και ακούμπησαν μία σύγχυση μεγατόνων στην ψυχοσύνθεση και ενίοτε στο κάρμα μου.

Είναι που λες τρία-τέσσερα άτομα από το μακρινό -και όχι τόσο μακρινό- παρελθόν, με τους οποίους είχα πολύ καλές σχέσεις, χρόνων κατά βάση ώσπου ξαφνικά σταμάτησα να έχω.

Τον τελευταίο καιρό άρχισαν να τριγυρνάνε σαν την άδικη κατάρα στο μυαλό μου.

Μερικοί μάλιστα, απ’ αυτούς είχαν το θράσος να τριγυρνούν και στα όνειρα μου.

Πού πας μαντάμ και εμφανίζεσαι έτσι με το έτσι θέλω στον ύπνο του ξένου ανθρώπου; Κάθε τρεις και δύο αρμένικη βίζιτα.

Άρχισα που λες να επεξεργάζομαι αυτά τα άτομα: ένας νυν στρατιωτικός που τον ρούφηξε η παράνοια του στρατού, έναν φίλο που τον ψάχναμε στους ΑΑ, πνιγμένο στη λαϊκουριά, μια φίλη που τη ρούφηξε η δίνη «έχω-γκόμενο-ο-άντρας-της-ζωής-μου-είναι-αυτός-οι-υπόλοιποι-πάτε-καλιά-σας» και ένας φίλος… α, ναι της ίδιας κατηγορίας με αντίστοιχους όρους.

Μετά από βαθιά ενδοσκόπηση και περισυλλογή σε ένα trash music hall, όπου πήγα το βαφτισιμιό μου για το πάρτι μασκέ του σχολείου του, αποφάσισα να επικοινωνήσω με το φίλο νούμερο 1.

Πήρα τηλέφωνο, αλλά έχει αλλάξει αριθμό. Επειδή όμως το καλό το παλικάρι ξέρει και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έστειλα μήνυμα στο fb, όπου μέχρι και σήμερα, δύο μήνες μετά, παραμένει αδιάβαστο. Πάει αυτό. Εγώ το κομμάτι μου το ‘κανα.

Ο φίλος νούμερο 2 δεν ήταν στα άμεσα σχέδια μου για επικοινωνία, αλλά επικοινώνησε από μόνος του, μετά από δύο χρόνια σιωπής. Le shock.

Είπαμε να βγούμε, δε βόλεψε, κρίμα και στα δικά σας οι ‘λεύτερες, μ’ ένα πόνο να σας βγει. Τώρα πάλι τα λέμε όταν χρειαστεί να περάσω από καλίμπρα και ευθυγράμμιση το κάρμα μου – που τώρα που το σκέφτομαι θα είναι πιο σύντομα απ’ όσο υπολογίζω.

Η προσπάθεια με τον φίλο νούμερο 4, υπήρξε αποτέλεσμα κοινών προσπαθειών. Βγήκαμε για καφέ, μου είπε ότι χάθηκε λόγω σχέσης και άγνωστο πότε θα ξαναβρεθούμε. Υπάρχει και αυτή η τηλεόραση, οπότε τι να κάνεις το δέχεσαι. Να ‘ναι καλά το παιδί και να περνάει καλά με τη σχέση του, που απ’ όσο ξέρω τα περνάνε ζάχαρη. Φτου φτου φτου σκόρδα!

Το μεγάλο νταλαβέρι προέκυψε με τη φίλη νούμερο 3.

Ξεκινάω να πάω στην ψυχό μου και έχω φτάσει πέντε λεπτά νωρίτερα. Έτσι αποφασίζω να κάνω μια βόλτα στο τετράγωνο.

Σε κάποια στιγμή, συνειδητοποιώ ότι φτάνω στο κατάστημα που δουλεύει η φίλη. Συνήθως, όποτε περνάω, έχει δουλειά και δε με βλέπει ενώ τη βλέπω εγώ. Μη φανταστείτε κανένα σκηνικό stoking – βλέπω τη χαίτη που συναγωνίζεται αυτή της Σολωμού και συνεχίζω το δρόμο μου.

Αυτή τη φορά σκέφτομαι: λες να μην έχει δουλειά και να με δει; Τώρα αυτό δείτε το σαν προμήνυμα, σαν μακρινή συγγένεια με την Πυθία ή έστω με τη Μάρα Μειμαρίδη, αλλά περνάω από μπροστά και λίγο πριν φτάσω στην πόρτα, ανοίγει η πόρτα και βγαίνει μια κυρία με ένα καροτσάκι. Το ποίος ανοίγει την πόρτα αφήνω να το σκεφτείτε εσείς. Αν το βρείτε κερδίζετε σάμαλι. Μπράβο! Η φίλη νούμερο 3. Συγχαρητήρια αγαπητή τηλεθεάτρια!

Την βλέπω. Με βλέπει. Ακολουθεί ο εξής οσκαρικός διάλογος:

«Α, γεια σου», αυτή.

«Α, γεια σου», εγώ.

«Tι κάνεις;».

«Kαλά. Εσύ;».

«Καλά και ‘γω».

Παύση.

Παύση.

Παύση.

«Βολτούλα;» αυτή.

«Όχι, ψυχοθεραπεία» εγώ.

Σοκ για κλάσματα του δευτερολέπτου που ξεκινά από τον δεξί αμφιβληστροειδή και καταλήγει στην αριστερή βλεφαρίδα.

«Αααα, για τη σχολή;»

Όχι. Σκότωσα δυο άλλους φίλους μου γιατί μου ‘καναν τσιριμόνιες και το δικαστήριο μου επέβαλε ψυχοθεραπεία, αλλά κατά τα άλλα τριγυρίζω ελεύθερος και ωραίος στην Τσιμισκή.

«Ναι. Εσυ;».

«Εγώ εδώ. Όπως τα ξέρεις».

Παύση.

Παύση.

Παύση.

ΠΑΥΣΗ.

«Tι άλλο;» αυτή.

Και γω σαν άλλος Κόφυ Ανάν θέτω την εξής ερώτηση:

«Καλά. Θέλεις να πάμε για καφέ;»

ΓΚΡΑΟΥ! Η βόμβα. Στην Χιροσίμα ακόμα τρίβουν.

«Α… ε… ναι… ε… αν θες και συ… το τηλέφωνο μου το ‘χείς… αν θες πάμε…».

«Ωραί-».

«Αλλά… ε … εγώ πνίγομαι εδώ…».

Μάλιστα. Κάπου εδώ το πιάνεις το νόημα και λες: ρε κοπελιά, σε εσωρουχάδικο δουλεύεις, όχι σεκιουριτάς με ελεύθερο πρόγραμμα και ωράριο (κάπου εδώ να δώσει χαιρετισμούς στον φίλο μου τον Τασούλη που μας βλέπει από το εξωτικό Χαλάνδρι! Χαλάνδρι, Χαλάνδρι, μα είναι η αγαπημένη μου πόλη! Α λά Σοφία Φιλιππίδου στους Δύο Ξένους).

Να δουλεύεις 9 με 9; Θες 8 με 9; Σου βάζω 8 με 9, που δεν ισχύει καθώς έχουν βάρδιες στο μαγαζί. Αλλά εγώ σου βάζω 8 με 9 και όλη τη μέρα στο μαγαζί γιατί είμαι λάρτζ τύπος κι έχω τον Ουρανό στον 5ο οίκο μου.

Τι πνίγεσαι; Πιάστηκε κανένα στρίνγκ στο λαιμό σου; Άσε μας κουκλίτσα μου!

Αλλά φυσικά αρκείσαι σ’ ένα απλό και τυπικό:

«Α οκ. Κοίτα εγώ είμαι φρι μέχρι κ την επόμενη εβδομάδα. Οπότε το κινητό μου το έχεις, πάρε όποτε θέλεις. Καλά;»

«Α, ναι. ΟΚ…»

«Άντε γεια».

«Τα λέμε».

Φυσικά, όσο πήρε εμένα άλλο τόσο πήρε και τη βασίλισσα Ελισάβετ για να πιουν το απογευματινό τους τσάι στο Μπάκιγχαμ.

Και να τονίσω ότι εκείνη η βδομάδα είχε τριήμερη αργία που -ώ, τι θαύμα!- τα μαγαζιά είναι κλειστά.

Και άντε, σου λέω εγώ πήγε τριήμερο με το γκόμενο (ο Ουρανός που λέγαμε). Για να μετρήσουν τα παιδάκια, από μιάμιση εβδομάδα, αφαιρούμε τρεις μέρες. Πόσες μέρες μένουν; Μπράβο Μαιρούλα. Φέρε το τετράδιο να σου βάλω αυτοκόλλητο με τη Χάνα Μοντάνα πριν μείνει κουρούπα.

Και κουβεντιάζω το όλο σκηνικό με τη φίλη μου την Άννα – ορίτζιναλ φίλη αυτή, όχι ημιτασίον που πρέπει να δεις από μέσα πώς γράφεται η μάρκα. Τώρα που το σκέφτομαι αυτό πολύ μπρουτάλ και σπλάτερ μου κάνει. Και λέει η Άννα το εξής ιστορικό και αμίμητο:

«Άσε μας κουκλίτσα μου! Όποιος θέλει βρίσκει χρόνο. Ξέρεις πόσες φορές τη χρησιμοποίησα αυτή τη δικαιολογία;» και ‘γω εδώ που τα λέμε…

Ναι, έχει δίκιο. Αλλά πέραν από τον Ουρανό στον 5ο οίκο, έχω και έναν οπτιμισμό που εξελίσσεται σε τικ και είχα μια μικρή ελπίδα. Μικρή λέγοντας, όπως το να ξυπνήσω και να είμαι δεκαπέντε κιλά κάτω.

Όλο αυτό τώρα, ενώ πριν την συναντήσω έλεγα ότι ΔΕΝ θέλω να βγω μαζί της. Γιατί δεν είναι αυτή που μου λείπει. Αλλά αυτή με την οποία πριν οχτώ χρόνια μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο επί τρία  χρόνια και περάσαμε άλλα τόσα πριν αρχίσουμε σιγά-σιγά να απομακρυνόμαστε.

Όπως όλοι καταλάβαμε δεν πήρε ποτέ και να πάρει τώρα είναι αργά.

Το άτομο που ήξερα και μου λείπει και έβλεπα στον ύπνο μου, δε θα ‘κανε τέτοια καφρίλα στον παλιό κολλητό της. Γιατί αν θέλεις βρίσκεις χρόνο. Έστω και για έναν καφέ των τριών τετάρτων στο καφέ της πλατείας, όπου ανά πέντε λεπτά θα έπεφτε ενημέρωση στον γκόμενο, όπως γινόταν τον τελευταίο χρόνο που είχαμε επαφή.

Αν δε θέλεις, πνίγεσαι στα στρινγκ, στα καλτσόν, στα κολάν και στην καλοκαιρινή κολεξιόν εν γένει. Ενίοτε πνίγεσαι και στο σάλιο σου, αλλά εμείς δε λέμε τέτοια χαιρέκακα, διατηρούμε το κάρμα μας καθαρό. Απλά απομακρυνόμαστε από οποιονδήποτε τέτοιο λεκέ και εστία μολύνσεως – καλή ώρα.

Και κάπως έτσι μπήκε το τέλος με αυτήν την κοπέλα. Και εγώ νιώθω καλά και δε με επισκέπτεται στον ύπνο μου, γιατί πλέον της έχω κλείσει την πόρτα του υποσυνειδήτου μου. Και όπως έλεγε και ο σοφός λαός:

«Στο 3ο χτύπημα η πόρτα κλείνει, μην επιμένεις, έχω φύγει». Ώπα!

 

 

Συντάκτης: Κλέαρχος Σταματουλάκης