Έμαθα από μωρό παιδί την ανεξαρτησία, την αγάπησα και την έκανα τρόπο ζωής κι επιβίωσης, την έκανα αρχή και κανόνα μου. Μα έρχονταν αυτοί που μου επέβαλαν τις δικές τους αρχές, καλούπια που με στρίμωχναν λίγο εδώ, λίγο εκεί, λίγο στη μέση ή στο καβάλο.

Όσο πιο κοντά έρχονταν μου στερούσαν και κάτι. Αυτοί που κάποτε τους αποκάλεσα μεγάλες αγάπες, έρωτες, απόλυτες στιγμές. Αυτοί που έρχονταν με τη φράση «όποια κι αν είσαι» κι έφευγαν με τη φράση «αφού δεν είσαι».

Σχέσεις που μου έκοβαν τη φόρα, που μου αφαιρούσαν κάτι για να σχηματίσουν κάτι άλλο, που ήθελαν να με φτιάξουν απ’ την αρχή. Συνάντησα αντράκια που στο αίμα τους είχαν να πουλάν αγάπη για να κλειδώσουν τα όνειρά μου στο πατάρι, γιατί τους έκοβαν τη θέα. Άυλες αγάπες. Αυταπάτες.

Εγώ στο μυαλό είχα ότι οι άντρες είναι αυτοί που μπουκάρουν στον κόσμο σου και δεν του αλλάζουν ούτε πινελιά. Είναι αυτοί που έχουν σεβασμό στις αξίες σου και σε δέχονται αυτόνομη, γιατί δεν είναι ανασφαλείς ώστε να σου επιβάλουν τις δικές τους · που ξέρουν τι θέλουν και γι’ αυτό το διεκδικούν. 

Μ’ έλεγαν κορίτσι τους κι εγώ το πίστευα. Δε σκέφτηκα πως το «μου», «σου», «του» είναι κτητικές αντωνυμίες που δηλώνουν ιδιοκτησία. Κι έτσι άφηνα να με καλουπώνουν, να κλείνουν τα δεδομένα μου σε κουτάκια, να μου απομυζούν κάθε φορά λίγο χαμόγελο μαζί με κάθε κομματάκι ελευθερίας.

Κατέληγα να ξοδεύω κομμάτια μου σε ξένους με μένα ανθρώπους, να ξοδεύομαι, να φθείρω λίγο λίγο, να φθείρομαι. Το επέτρεπα.

Γύρευα ουρανούς, όπως αυτούς που μου ‘χαν τάξει, μα μπορούσα να τους δω μόνο μέσα από κάγκελα.

Γιατί οι φυλακές είναι γι’ αυτούς που συμβιβάζονται με λιγότερα απ’ ό,τι τους αξίζει. Είναι γι’ αυτούς που λένε «αυτό ήταν» κι ακουμπάνε τα πόδια στο σκαμπό. Ποιο σκαμπό; Εγώ στο σπίτι μου έχω μόνο πολυθρόνες διαλεγμένες στο design που μ’ αρέσει. Αν είναι να στριμώχνομαι μέσα σε κονσέρβες κατεστημένων, μέσα σε σβησμένες φωτιές άλλων και απωθημένων που δε θα λύσουν ποτέ, ας μην το κάνω καθόλου.

Δεν είμαι υπέρμαχος των σχέσεων που το τέλος τους μοιάζει εμπόλεμη ζώνη. Δεν μ’ αρέσουν οι μάχες που αναζητούν νικητή αυτόν που επέβαλε στον άλλον τις πιο πολλές αλλαγές. Είμαι υπέρ των υποχωρήσεων με μέτρο, όταν δε βλάπτουν την αυτονομία.

Ευτυχισμένη θα ήμουν σε μια καλύβα μέσα στη φύση, μ’ ένα τετράδιο κι ένα στυλό. Κι αν είχα μουσική θα ήθελα να ήταν λάτιν, κάτι από bachata. Αν όχι, δεν με πειράζει γιατί θα μπορούσα να αποτυπώσω τη μουσική στο χαρτί. Φτάνει να ήμουν εγώ, να είχα εμένα. Κι αν κάποιος μπορεί να με δεχτεί με αυτές μου τις αγάπε,ς θα είναι ήδη εκεί. Θα με κλειδώσει με αγάπη χωρίς χειροπέδες και περιορισμούς. Θα με κρατήσει σ’ ένα «μαζί» όπου εγώ θα έχω εμένα κι αυτός τον εαυτό του. Μαζί, αλλά και χωριστά.

Τα καλούπια είναι για όσους μπορούν να τ’ αγαπήσουν, γιατί δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν έξω από αυτά.

Ξέχασα να πω πως μ’ αρέσουν τα χελιδόνια. Από επιλογή ταξιδεύουν εκεί που τους ταιριάζει ο καιρός. Το μοναδικό πράγμα που τους κόβει τη φόρα είναι ο άνεμος, αλλά κι αυτόν τον απολαμβάνουν. Και μέσα στο σμήνος δεν αναγκάζονται να ακολουθούν, απλώς επιλέγουν.

Έμαθα και κάτι άλλο μέσα από όλους αυτούς που έθεταν δεσμά στην προσωπικότητά μου. Ότι η συμβατικότητα διαλύει το πάθος και μετά καίγονται αυτοί που την επέβαλαν γιατί χάνουν όσα προσπάθησαν να συμβιβάσουν. Έτσι είναι, κάθε εσωτερική φλόγα που προσπαθείς να πνίξεις στον άλλον επιστρέφει για να σου θυμίσει πως δεν έχεις το δικαίωμα να επιβάλεις τίποτα σε χώρο που δε σου ανήκει.

Ο έρωτας και η αγάπη είναι μεγάλα συναισθήματα μα, όταν είναι αμοιβαία, μόνο τότε μοιάζουν όμορφα. Ακόμα κι αν κριθώ εγωίστρια, είναι μεγαλύτερη η αγάπη που θέλω να έχω σε μένα.

Κι αν όλα αυτά ακούγονται προοδευτικές αντιλήψεις, τουλάχιστον ξέρω πως θα μου εξασφαλίσουν την ελευθερία, την πραγματική ελευθερία. Εκεί που ό,τι θέλω θα διεκδικώ κι όπου μ’ αρέσει θα πηγαίνω.

Στην τελική, αν θες να περάσεις σχοινιά ξεκίνα απ’ τον εαυτό σου. Κι άσε εμένα να ταυτίζομαι με χελιδόνια και να ονειρεύομαι καλύβες δίπλα στη θάλασσα.

Θα έπρεπε να πω «τα λέμε» αλλά προτιμώ να σπάσω τα καλούπια και να πω «άντε γεια».

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου