Αυτός ο κόσμος χωρίζεται σε δυο κατηγορίες. Σε αυτούς που έχουν μια απίστευτη κλίση στο δημόσιο ρεζιλίκι και σ’ εκείνους που κάπως το καταφέρνουν και είναι πάντα αλώβητοι σε οποιαδήποτε κοινωνική συνθήκη. Προσωπικά, φυσικά και συγκαταλέγομαι στους πρώτους. Μπορώ να περιγράψω άπειρα περιστατικά, από τούμπες σε λεωφορεία και τρένα, μέχρι να με περιμένουν πτήσεις να φτάσω και να ακούγεται το όνομα μου σε κάθε αεροδρόμιο. Επίσης έχω στο ιστορικό μου αγαπημένα μεθυσμένα ξεσπάσματα μπροστά σε όλους και περιστατικά όπως να περπατάς περιχαρής στους δρόμους της Αθήνας με δυο διαφορετικά είδη παπουτσιών ή με τη φούστα πιασμένη στο καλσόν για ώρες. Και η λίστα θα μπορούσε να είναι ατέλειωτη και να πιάνει διάφορα επίπεδα στο φάσμα από ρεζιλίκι που αγγίζει ξεφτιλίκι έως τις πιο light εκδοχές του.

Τι συμβαίνει όμως συναισθηματικά μέσα μας όταν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου γινόμαστε ρεζίλι δημοσίως;

Καταρχάς να αποσαφηνίσω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικούς προσδιορισμούς για το τι σημαίνει ρεζίλι με άλλους να έχουν λιγότερες και άλλους περισσότερες αντοχές σε αυτό.

Το ρεζιλίκι είναι ένα αίσθημα ντροπής το οποίο συνοδεύεται με μια αίσθηση έλλειψης ελέγχου. Συνήθως ανήκει στην κατηγορία των αισθημάτων της περηφάνιας και των ενοχών. Στο ίδιο πάνω κάτω κουτάκι. Δεδομένου ότι η ντροπή συμβαίνει σε σχέση ή σε αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους, είναι ένα δημόσιο αίσθημα το οποίο μας κάνει να νιώθουμε εκτεθειμένοι, άβολα και γεμάτους με ενοχές και μετάνοια για το συμβάν που το προκάλεσε. Οι εν δυνάμει αρνητικές αξιολογήσεις σε σχέση με τα επίπεδα και τα κριτήρια που έχουμε για τη συμπεριφορά μας, τις σκέψεις μας και τα συναισθήματα μας σε ένα αξιακό επίπεδο, βρίσκονται στο επίκεντρο του πόσο έντονα θα το νιώσουμε.

Η εμπειρία του να νιώθεις αυτού του είδους τη ντροπή σε κινητοποιεί στο να προσέξεις την αποτυχία σου στο να συμπεριφερθείς σύμφωνα με τα κοινωνικά στάνταρ, εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Αυτή η αίσθηση αποτυχίας απειλεί τα πιστεύω σου ως προς το πως οι υπόλοιποι σε αξιολογούν όπως επίσης και τη δική σου αξιολόγηση απέναντι στον εαυτό σου. Για παράδειγμα αν στη μέση μια σημαντικής παρουσίασης σου ξεφύγει ένας σωματικός ήχος (εισάγετε εδώ ό,τι σας αρμόζει και εκφράζει), η ντροπή που θα νιώσετε θα είναι συνδεδεμένη με την ανησυχία σας ότι οι άλλοι, οι οποίοι σε γενικές γραμμές έχουν μια υψηλή εκτίμηση προς το πρόσωπο σας, θα σας αξιολογήσουν αρνητικά, όπως ακριβώς θα κάνατε και εσείς αν είσαστε στη θέση τους.

Οι καταστάσεις οι οποίες ενεργοποιούν αισθήματα ντροπής είναι συνήθως εκείνες που δε θα θέλατε κάποιος να δει. Και ίσως να είναι και λίγο οξύμωρο και παράδοξο να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχουν και μερικές καταστάσεις στις οποίες αυτό το ρεζιλίκι να έχει και κάποιες θετικές προεκτάσεις. Η ντροπή που συνοδεύει μια κατάσταση τέτοια μπορεί να δείξει στους άλλους την κατανόησή μας ότι ξεφύγαμε και η αποδοκιμασία να μας κάνει να φερθούμε καλύτερα ή να αλλάξουμε κάποιους τρόπους μας ή συμπεριφορές μας. Οι άνθρωποι που μπορούν να νιώσουν ντροπή μετά από ένα αξιοπρεπέστατο ρεζιλίκι είναι εκείνοι που λόγω της ευαλωτότητάς τους, ίσως να μπορέσουν να τους συγχωρέσουν και να τους εμπιστευτούν οι άλλοι λίγο περισσότερο από εκείνους που διατηρούν μια πάντα «αξιοπρεπή» εικόνα.

Όταν νιώθουμε ότι έχουμε γίνει ρεζίλι υπάρχει ένας όρος που μας εκφράζει όλους: η επίδραση του προσκηνίου (spotlight effect) η οποία μας κάνει να ξαναπαίζουμε το περιστατικό στο κεφάλι μας ξανά και ξανά πιστεύοντας ότι όλοι οι υπόλοιποι ασχολούνται ακόμη μαζί μας. Ο νους μας υπερεμπλέκεται στην υπερανάλυση του γεγονότος και του δίνουμε διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από αυτές που υφίστανται.

Και όμως, το πιο πιθανό είναι να μην ασχολούνται και τόσο πολύ όλοι μαζί μας και με το περιστατικό το οποίο μας έχει οδηγήσει στον πανικό, στη ντροπή και στο να νιώθουμε εκτεθειμένοι. Το να υπεραχολούμαστε με κάτι ακόμη και μετά από τίμιες εκφράσεις μετάνοιας το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να καταρρακώσει την αυτοεκτίμηση μας και να μας δημιουργήσει αισθήματα κατωτερότητας. Οπότε αν σας τύχει ή ξανατύχει, κοιτάξτε το με ένα χαμόγελο, απολογηθείτε αν χρειαστεί, και προχωρήστε.

Συντάκτης: Μαρία Αγοραστού