Η μουσική, λένε, είναι έκφραση συναισθημάτων. Είναι αυτό που νιώθεις την κάθε στιγμή, η αποτύπωσή σου μέσα απ’ τους στίχους κι εκείνη τη μελωδία που σε ταξιδεύει. Άλλοτε νιώθεις γαλήνη, σαν να ηρεμεί το πνεύμα και το έσω σου να ταυτίζεται αρμονικά μ’ αυτό που ακούν τα αφτιά σου κι άλλοτε ένα κομμάτι σε αναστατώνει, μα το επιλέγεις γιατί θες να βγάλεις από μέσα σου αυτό που σε πνίγει. Είναι φορές που αισθάνεσαι την ανάγκη να ακούς ένα τραγούδι στο repeat.

Εκείνη τη στιγμή πιστεύεις πως έχει γραφτεί για σένα, έτσι κάπως το εισπράττεις, γι’ αυτό και θες να το ακούς συνεχώς σε επανάληψη. Βέβαια, τώρα αν το ακούνε και τα γειτονικά σπίτια, δε σε απασχολεί και πολύ, φροντίζεις απλώς να ‘ναι λογικές οι ώρες. Δε θα ήθελες να δεις στο κατώφλι του σπιτιού σου έναν ένστολο να σε επιπλήττει. Εκτός κι αν τους έχεις αδυναμία, οπότε είναι μια εξαιρετική ιδέα για να κάνεις μια ενδιαφέρουσα γνωριμία.

Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι πότε τα ακούς, αλλά τι ακούς. Το κόλλημά μας με ένα κομμάτι που νιώθουμε πως μιλάει για μας δεν ταυτίζεται πάντα με το γενικότερο γούστο μας στη μουσική. Είναι περιπτώσεις που δηλώνουμε πως μας αρέσουν μόνο τα ξένα και τα ροκ ή ακούμε αυστηρά κλασική μουσική και στον νταλκά μας το μπουζούκι και το κλαρίνο πάνε σύννεφο.

Κάποτε το κρύβουμε, προσποιούμαστε ότι ακούμε ψαγμένους καλλιτέχνες, γιατί αυτό –νομίζουμε πως– μας προσθέτει κάτι στην προσωπικότητά μας. Αυτά, βέβαια, τα λέμε στους άλλους, γιατί όταν βρισκόμαστε στον προσωπικό μας χώρο, επιλέγουμε τα καψουροτράγουδα και μάλιστα τα βάζουμε να παίζουν στη διαπασών.

Φυσικά και ξέρουμε όλους τους στίχους, αν και συνήθως είναι λίγοι κι επαναλαμβανόμενοι. Μας αγγίζει και μας εκφράζει, κι έτσι δε μας νοιάζει τίποτα άλλο. Αυτό που μας ενοχλεί, όμως, σε ανησυχητικό βαθμό, είναι να μη χαλάσουμε την εικόνα μας. Μη φανούμε ίσως ευάλωτοι κι ασταθείς, μη δώσουμε το δικαίωμα να μας κρίνουν, μην πούνε ότι ακούμε τραγούδια που στάζουν θυμό κι απογοήτευση. Δε θέλουμε με τίποτα να γίνουμε αντιληπτοί στους άλλους, γιατί ξέρουμε ότι θα βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα. Θα μας σχολιάσουν, θα μας χαρακτηρίσουν, θα πουν με σιγουριά πως υπάρχει ένας έρωτας που μας ταλαιπωρεί ή πως τόσο καιρό υποκρινόμασταν τους κουλτουριάρηδες -κι ας είναι αλήθεια το τελευταίο.

Κι αν έχουμε σχέση, τότε είναι που δεν μπορούμε να εκδηλωθούμε. Ίσως το παρεξηγήσει το ταίρι μας. Μπορεί να θεωρήσει πως τα ακούμε για κάποιον άλλον ή πως κάτι μας ενοχλεί στη σχέση μας και δεν το εκφράζουμε ανοιχτά. Ένας επιπλέον λόγος για παράπονα και μουρμούρα, δηλαδή.

Προσπαθούμε, λοιπόν, να κρυφτούμε –κυρίως απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό– αλλά μάταια. Κάποιος απ’ την παρέα, απ’ το κλειστό μας φιλικό περιβάλλον θα μας καταλάβει. Το γιουχάισμα θα ξεκινήσει και τότε δε μας γλυτώνει τίποτα. Ένα χαμόγελο αμηχανίας θα σχηματίζεται στο πρόσωπό μας. Στο τέλος, παραδινόμαστε στην αλήθεια, σαν μια ανακούφιση παραδοχής.

Δε γίνεται και δε θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ τα συναισθήματά μας κι από ό,τι πραγματικά μας εκφράζει. Εξάλλου, οι δικοί μας άνθρωποι μας ξέρουν καλύτερα απ’ όλους, δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε πως είμαστε κάτι άλλο και ξέρουμε πως μαζί τους το «ένοχο» μυστικό μας είναι ασφαλές. Το θέμα μας είναι να μην απογυμνωθούμε στους συναδέλφους μας, στον εργοδότη μας, ίσως και σ’ εκείνο το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει και σνομπάρει όλα αυτά τα λαϊκά άσματα.

Μια ανόητη παρεξήγηση στην ουσία που μας κλειδώνει και μας οδηγεί στο να κρύβουμε τις πραγματικές μας προτιμήσεις και να προσποιούμαστε κάτι που δεν είμαστε, για να μη σταμπαριστούμε. Συμβαίνει συχνά, ναι, αλλά είναι λάθος και κυρίως είναι κάτι που ξεκινάει απ’ το μυαλό μας. Καταπιέζουμε τον εαυτό μας και δημιουργούμε μια εικονική ταυτότητα, που καθόλου δε μας ταιριάζει.

Ας παραδεχτούμε καθαρά και ξάστερα ότι αυτό που γουστάρουμε θα ‘ναι πάντα αυτό που επιλέγουμε -κι αυτό εννοείται πως μπορεί να αλλάζει από στιγμή σε στιγμή. Δε χρειάζεται να το παίζουμε κουλτούρα, όταν αυτός ο ρόλος δε μας αντιπροσωπεύει. Κάπου, κάπως, κάποια στιγμή θα βγει στην επιφάνεια η αλήθεια μας κι η υποκρισία μας είναι το μόνο για το οποίο θα έπρεπε να ντρεπόμαστε.

Ας μάθουμε, λοιπόν, να δηλώνουμε αυτό που πραγματικά μας αρέσει. Ας αποδεχτούμε πρώτοι τον εαυτό μας. Κανείς δεν πρόκειται να μας απορρίψει για το είδος μουσικής που ακούμε. Ας απολαύσουμε ό,τι επιθυμούμε κι ας αφήσουμε τους άλλους να έχουν τη δική τους άποψη -ακόμα κι αν αυτή μας είναι αδιάφορη.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη