Οι καλύτερες ιστορίες ξεκίνησαν με το κλασικό «Εγώ δεν είμαι για πολλά απόψε, ένα ποτό θα πιω και θα φύγω». Όλοι το γνωρίζουν αυτό. Βέβαια, θα μου πεις, τις φορές που βγήκες γιατί όντως ήθελες να το ρίξεις έξω λίγο παραπάνω, πού τις πας; Μα φυσικά, ζήσαμε και τότε επικές στιγμές. Μάλλον το κύριο συστατικό δεν είναι η προδιάθεση αλλά η παρέα, γιατί με τους φίλους και λίγο (ή και κάμποσο) αλκοόλ κι οι πιο αδιάφορες βόλτες γίνονται πάντα ξεκαρδιστικές ιστορίες, που διηγείσαι την επόμενη μέρα παρέα με έναν καλό καφέ κι ένα παυσίπονο -μιας και το hangover δεν παλεύεται με τίποτα.

Κι αν είναι ένα πράγμα που ευχαριστιόμαστε να βλέπουμε, αν καταφέρουμε να μείνουμε σχετικά –ή συγκριτικά με τους υπολοίπους– νηφάλιοι, είναι τους μεθυσμένους φίλους μας, που το έχουν τσούξει λίγο έως πάρα πολύ παραπάνω και μας έχουν χαρίσει στιγμές κι ατάκες, ικανές για να τους κοροϊδεύουμε μέχρι να πεθάνουμε.

Βέβαια, ο καθένας αντιδράει στο αλκοόλ με διαφορετικό τρόπο. Κάποιοι θα πουν ότι το μεθύσι συνδέεται άμεσα και με την ψυχολογία, αλλά –να πω την αλήθεια– ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς ένας άνθρωπος με τέλεια διάθεση στο τέλος του ξενυχτιού μπορεί να κλαίει γοερά και πώς κάποιος με ψυχολογία που βρίσκεται τρία πατώματα κάτω απ’ τον πάτο, μπορεί να σηκώνεται σε τραπέζια και να χορεύει σαν να μην υπάρχει αύριο.

Και κάπως έτσι, θυμάσαι κι εσύ τον κολλητό σου να έχει κατεβάσει τον Βόσπορο, επειδή χώρισε κι είπε να το ρίξει έξω. Γιατί τι νόημα έχει να μείνει σπίτι τώρα που είναι ελεύθερο πουλί; Κι όσο περνάει το βράδυ, κατεβάζει και τα κρασιά σαν νεράκι και τραγουδάει ό,τι ρεμπέτικο υπάρχει που να έχει να κάνει με χωρισμό κι αχάριστους ανθρώπους. Στο κάτω-κάτω, γιατί να μη βάλει ήχο κλήσης το «θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις, όπως και εγώ και τ’ άλλα θύματά σου»;

Και δώστου τα τσουγκρίσματα και τα «θα ζήσω ελεύθερο πουλί» κι έτσι όπως πάει να σηκωθεί, τον παίρνει η κατηφόρα. Ε, μα με τόσο που έχει πιει, πώς να σηκωθεί; Και σιγά-σιγά, βλέπεις το δάκρυ να φεύγει και τον κολλητό να σπαράζει για την άδικη τη ζωή. Και μιλάμε για κλάμα, όχι αστεία. Εξάλλου, είναι γνωστό πως μία κατηγορία μεθυσμένων φίλων είναι αυτή που άπαξ και κάνει κεφάλι μας πλημμυρίζει απ’ την υγρασία.

Και δεν είναι απαραίτητο να τους έχει συμβεί κάτι άσχημο τώρα τελευταία. Όχι, δε χρειάζονται λόγο. Ακόμα και μυρμήγκι να πατήσουν, κατά λάθος, είναι ικανοί να πέσουν κάτω και να το πενθούν με τις ώρες. Δεν έχει σημασία αν χώρισαν, αν τους έσπασε το κινητό, αν ο Ερμής είναι ανάδρομος κι ο Δίας έχει γαμηθεί. Εκείνοι, ακόμα και στην καλύτερη φάση τους να είναι, όταν νιώσουν το αλκοόλ να ρέει άφθονο στο αίμα τους, ανοίγουν τις κάνουλες και δώστου το κλάμα και το χαρτομάντιλο.

Κι απ’ την άλλη, απέναντι στις μοιρολογίστρες, έχεις τους χαρούμενους. Συνήθως, αυτό συμβαίνει με άτομα που νηφάλια δεν είναι και τόσο πάρτι άνιμαλ, οπότε όταν τους χτυπήσει το ποτό, θα τους δεις να κάνουν στροφή 180 μοιρών. Κι από εκεί που νόμιζες πως το φιλαράκι σου δεν το ‘χει με την κίνηση κι αποκλείεται να ξέρει να χορεύει τσιφτετέλια, φτάσατε στο σημείο να σου δείχνει και πώς πρέπει να το κουνάς.

Είναι οι άνθρωποι-έκπληξη που το χαίρεται η καρδιά σου να μεθάνε, γιατί ξαφνικά κι απ’ το πουθενά αποκτάν τρελό χιούμορ, πετάνε τις ατάκες τη μία μετά την άλλη και σίγουρα, ανά πάσα ώρα και στιγμή, θα παραπατήσουν φλερτάροντας με το πάτωμα, προσφέροντάς σας κοιλιακούς απ’ τα γέλια. Τα πειράγματα και τα αστεία σκηνικά δε σταματούν κι εσύ δεν ξέρεις τι να πρωτοσχολιάσεις την επόμενη μέρα απ’ όλα τα ρεζιλίκια σας.

Μην ξεχνάς, βέβαια, και τους φωνακλάδες και τους υπερβολικά επικοινωνιακούς. Είναι τα άτομα που, για κανένα απολύτως λόγο, πιστεύουν πως ο τόνος της φωνής τους είναι χαμηλός κι αποφασίζουν να ανεβάσουν τόσο πολύ τα ντεσιμπέλ, τόσο που είναι σαν να ακούγονται απ’ τα μεγάφωνα.

Τους πιάνει μία ανεξήγητη τρέλα κι ένας αυθορμητισμός, ικανός να τους οδηγήσει σε ένα μόλις βράδυ σ’ όσες γνωριμίες δεν έχουν κάνει σ’ όλη τη ζωή τους. Μες στην άνεση και την παρόρμηση, μιλάνε σε όποιον δούνε, φλερτάρουν ασταμάτητα –και μπράβο τους– και γίνονται η ψυχή, όχι της παρέας αλλά όλου του μαγαζιού.

Γιατί, ξαφνικά, όλοι τους μοιάζουν ενδιαφέροντα τυπάκια, που θέλουν να τα ανακαλύψουν κι απορούν πώς τόσο καιρό δεν το έκαναν. Το αστείο της υπόθεσης έρχεται τις επόμενες μέρες, όταν νηφάλιοι πια, συναντάνε εκείνες τις γνωριμίες κι αναρωτιούνται πώς έφτασαν στο σημείο να λένε «γεια» με όλους αυτούς τους ανθρώπους, ξεχνώντας τα καμώματά τους.

Σε όποια κατηγορία κι αν ανήκουν οι φίλοι σου, τα μεθύσια τους τα χαίρεσαι και τα απολαμβάνεις. Γιατί είναι οι φορές που γίνονται περισσότερο παιδιά, με τα κλάματα και τα γέλια τους, τα αστεία και τις γνωριμίες τους. Μπορεί να χρειαστεί να αγοράσεις εκατό πακέτα χαρτομάντιλα, είτε για να σκουπίσεις δάκρυα χαράς ή θλίψης είτε για να συμμαζέψεις όλα αυτά που βγάζουν από μέσα τους -κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όλα, όμως, θα τα διασκεδάσεις. Ακόμα κι όταν χρειαστεί να τους κρατάς τα μαλλιά ή να ξαγρυπνήσεις δίπλα τους για να βεβαιωθείς πως είναι καλά.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη