Θα θυμώσεις, θα νευριάσεις και μια ανησυχία θα σε πιάσει όταν διαπιστώσεις πως είσαι μπλοκαρισμένος στα social media. Ένα μυρμήγκιασμα θα σε διαπεράσει, μια ενόχληση από μια μορφή απόρριψης που δεν περιμένεις να βιώσεις ούτε είσαι μαθημένος σ’ αυτή. Δεν ξέρεις, δε γνωρίζεις, ωστόσο φαντάζεσαι τι έχει συμβεί, αλλά σε τρώει να μάθεις. Θέλεις να το ακούσεις, θέλεις μια ευκαιρία να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και να δώσεις μια μάχη για να διεκδικήσεις το δίκιο σου. Μα μπλοκ, γιατί;

Δεν είναι καθόλου όμορφο να σε πετάει ο άλλος έτσι από τη ζωή του, δίχως να σου έχει κάνει πάσα για μια δική σου αντίδραση, κάτι που να μπορέσεις να αντικρούσεις. Σίγουρα, έτσι θα νιώθεις αν είσαι σε αυτή την περίπτωση του ανθρώπου που μπλοκαρίστηκε. Όμως, τι γίνεται, όταν είσαι εσύ που θα χρειαστεί να επιβάλεις το μπλοκ; Πώς, είναι άραγε να επιβάλεις εσύ αυτή τη «σίγαση» στα κοινωνικά δίκτυα; Πώς είναι να απομονώνεις και να διώχνεις έναν άνθρωπο από τη ζωή σου με το πάτημα ενός κουμπιού;

Είναι απλό κι εύκολο στην πραγματικότητα. Είναι μια βιτρίνα. Διότι, δεν μπορείς να μπλοκάρεις έναν άνθρωπο που είναι ζωντανός μέσα σου. Δεν μπορείς ν’ απαλλαχτείς από αυτές τις αναμνήσεις που έχουν μείνει μέσα σου ανεξίτηλες και δεν κάνουν ησυχία ούτε λεπτό. Είναι ταλαιπωρία για σένα και το βρίσκεις θράσος να κάνει βόλτες στο προφίλ σου, όταν αρνείται να κάνει στη ζωή σου. Κι αν επιδιώκει μια προσέγγιση, ένα γλυκό παιχνιδιάρικο τέχνασμα που θα σε παρακινήσει ν’ αντιδράσεις, δεν μπορείς να το διαχειριστείς. Αν ευελπιστεί σε μια δική σου κίνηση, μια φατσούλα, ένα κάτι που θα ξεκινήσει η κουβέντα κι ίσως έτσι να συμβεί και μια συνάντηση, δεν μπορείς να το περιμένεις. Κι έτσι, επιλέγεις να μειώσεις τις πιθανότητες.

Μπορεί να μοιάζει απλό, όμως, θέλει δύναμη για να τολμήσεις να «διώξεις» έτσι απλά έναν άνθρωπο από την ψηφιακή καθημερινότητά σου. Είναι η στιγμή η οποία επιλέγεις να γυρίσεις σελίδα, ν’ απαλλαχτείς από τις προσλαμβάνουσές σου και να ηρεμήσεις. Ακόμη κι αν αυτή η φατσούλα σου λείψει, ακόμη κι αν εκείνο το χαρακτηριστικό όνομα με τη συγκεκριμένη φωτογραφία προφίλ, θα σε κάνει να το αναζητάς. Σου λείπει και το ξέρεις. Ξέρεις, όμως, πως ήταν ανούσιο όλο αυτό κι έπρεπε να τελειώσει.

Όχι, δε θα μπεις στον κόπο να σκεφτείς τι μπορεί να υποθέτει και να σκέφτεται. Δε σε νοιάζει. Κάποτε, ίσως, τώρα πια όμως δε θέλεις να ξέρεις. Θέλεις, απλώς να εξαφανιστείς, να φύγεις και ν’ απομακρυνθείς, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Αν εσύ κλάψεις, δαγκώνεις τα νύχια σου και στον κάθε αισθηματικό στίχο που θ’ ακούς τα μάτια θα γυαλίζουν, θα το ξέρεις μόνο εσύ. Θα δείξεις δύναμη και θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου, την απόφασή σου, που τόσο πολύ βασάνισες πριν την πραγματοποιήσεις.

«Του γύρισε το μυαλό», όπως χαρακτηριστικά θα έλεγαν οι φίλοι κι οι συγγενείς. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και σε σένα. Σου γύρισε το μυαλό κι η απόφαση που φιγούραρε τον τελευταίο καιρό στις σκέψεις σου, έγινε αληθινό βήμα με σκοπό όντως να ξεκόψεις. Κι έπειτα, έγινες βράχος μπροστά στη δυσπιστία του εαυτού σου, μην αποδείξεις το αντίθετο, μη λυγίσεις. Να κρατήσεις τον λόγο σου και να συνεχίσεις. Να το υποστηρίξεις κι ο πόνος να είναι μόνο εσωτερικός, μένοντας στα επίπεδα που υπήρχε από πριν χωρίς να επιτρέψεις να αυξηθεί κι άλλο. Ώσπου μια μέρα, θα πάψει να υπάρχει. Σ’ αυτό πιστεύεις και σ’ αυτό ευελπιστείς.

Απαλλάχτηκες από εκείνη την παρουσία κι ας υποφέρεις. Γιατί έπρεπε να γίνει και τώρα μπορείς να καταλάβεις κι όλα τα μπλοκ που έφαγες κι εσύ στο παρελθόν. Πρέπει να σε προστατέψεις, πρέπει ν’ αποδεσμεύσεις το μυαλό σου από τις σκέψεις για εκείνο το πρόσωπο. Να το αφήσεις να κυλήσει, να πάψεις να έχεις ελπίδες «αν, μήπως». Να ελαφρύνεις την καθημερινότητά σου και να μην έχεις προσδοκίες, αλλά ούτε ενοχλήσεις από καταστάσεις περασμένες. Να σεβαστείς, πρώτα εσύ, την ηρεμία σου.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου