Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα φοιτητικά χρόνια είναι τα καλύτερα της ζωής ενός ανθρώπου. Αποτελούν, άλλωστε, ένα ασφαλές μεταβατικό στάδιο απ’ την εφηβεία στην ενηλικίωση, σου προσφέρουν γνώσεις κι εμπειρίες, μακροχρόνιες φιλίες κι αναμνήσεις που θα χαραχτούν βαθιά μέσα σου και θα συντάσσουν ιστορίες που θα διηγείσαι για χρόνια.

Κάποιοι θα πουν ότι πιο τυχεροί είναι οι φοιτητές που σπουδάζουν μακριά απ’ το μέρος στο οποίο μεγάλωσαν. Ένας νέος τόπος τους περιμένει κι η ανεξαρτησία που τους χαρίζεται –όσο ελεγχόμενη κι αν είναι μέχρι ένα βαθμό– τους διδάσκει μαθήματα που κάθε εικοσάχρονος χρειάζεται να πάρει.

Είναι, στ’ αλήθεια, μαγικό το να μπορεί κανείς να ζει ταυτόχρονα δύο ζωές. Να μπορεί να πατήσει παύση στη μία και να ζήσει την άλλη και, όταν κουραστεί, να επιστρέψει στην πρώτη, σαν να μη συνέβη τίποτα. Αυτή είναι η γοητεία του να σπουδάζεις μακριά απ’ το πατρικό σου. Κρατάς στα χέρια σου αυτή τη μαγική δυνατότητα, εκείνη που δε θα ‘χεις την ευκαιρία να χρησιμοποιήσεις και να απολαύσεις σε καμία άλλη περίοδο της ζωής σου. Οι υποχρεώσεις, βλέπεις, που έχεις ως φοιτητής δε μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο με αυτές που έχεις στην αληθινή ενήλικη ζωή σου, και φυσικά δε θα μπορούσαν να απέχουν περισσότερο απ’ τα σχολικά χρόνια σου.

Όταν βρίσκεσαι στην πόλη του πανεπιστημίου σου, ζεις μόνος σου σε ένα σπίτι. Προσπαθείς να το κρατάς καθαρό, συμμαζεμένο, να εξοπλίζεις τα ντουλάπια και το ψυγείο με τρόφιμα, και γενικότερα να κρατάς τον εαυτό σου ζωντανό και σε καλή κατάσταση, κάτι που στις περισσότερες οικογένειες αναλαμβάνουν απόλυτα οι γονείς, τουλάχιστον μέχρι την ενηλικίωση των παιδιών. Κι έχεις και τις παρέες σου. Ξαφνικά, έχεις κάνει φιλίες με άτομα από ολόκληρη τη χώρα, ή ακόμα και τον κόσμο, σε κάποιες περιπτώσεις. Ακούς τις ιστορίες τους και λαμβάνεις ερεθίσματα άλλων πολιτισμών ή κοινωνιών, μοιράζεσαι μαζί τους τη φάση που περνάς κι ανταλλάσσεις συμβουλές για το πώς να τα βγάλετε πέρα καλύτερα.

Κανείς δεν ελέγχει το πότε έρχεσαι και πότε φεύγεις απ’ το σπίτι σου, εκείνον τον χώρο που ‘χεις βρει και διακοσμήσει μόνος σου, που αποτελεί την προσωπική φωλιά και το καταφύγιό σου. Εκεί, οι κανόνες είναι αποκλειστικά δικοί σου και κανείς δεν μπορεί να σου επιβληθεί, όσο κι αν προσπαθήσει. Βάζεις στο τέρμα τη μουσική, κοιμάσαι ξημερώματα, λιώνοντας στις σειρές, κυκλοφορείς τσιτσίδι κι επιχειρείς να μαγειρέψεις -μακαρόνια, τις περισσότερες φορές, τα οποία τον πρώτο καιρό σίγουρα δεν πετυχαίνεις. Όταν βαρεθείς, στέλνεις μήνυμα σε κάποιο απ’ τα καινούρια φιλαράκια σου και ξέρεις ότι θα δεχτεί να βγείτε για έναν καφέ, για ένα ποτό, για μία μπαρότσαρκα!

Και, το πρωί, ξυπνάς μόνος σου, φτιάχνεις τον καφέ σου, διαβάζεις τα νέα στα σόσιαλ –πόσο ο μπαμπάς σου έγινες ξαφνικά;!– κι ετοιμάζεσαι για τη σχολή, τους καθηγητές, τους συμφοιτητές, τους επίσημους και τους άγραφους κανόνες που την περιβάλλουν.

Και κάποτε έρχεται ο καιρός να επιστρέψεις σπίτι σου. Ίσως να πρόκειται για κάποια γιορτή, όπως τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ίσως πάλι να σου έλειψαν οι παλιοί φίλοι σου και να θέλεις να βγείτε πάλι στα στέκια που αράζατε όταν πηγαίνατε ακόμα σχολείο. Με ένα ΚΤΕΛ, με ένα αμάξι, με ένα καράβι ή με ένα αεροπλάνο, βρίσκεσαι και πάλι στον τόπο που μεγάλωσες, ξέροντας πως η πόλη που σπουδάζεις θα μείνει εκεί, αδιάλλακτη, να σε περιμένει να γυρίσεις και να ξαναμπείς στους ρυθμούς που ‘χεις δημιουργήσει σε αυτές τις συντεταγμένες.

Στο σπίτι σου, το φαΐ σε περιμένει στο τραπέζι, οι γονείς σου ανυπομονούν να μάθουν τα νέα σου και να σου πουν τα δικά τους, επιτέλους από κοντά, με βλέμμα νοσταλγίας και χαράς, καθώς θυμούνται πώς ήταν να σε έχουν στον χώρο τους, σκεπτόμενοι πως ίσως αυτό να μην ξαναγίνει μόνιμο ποτέ. Σε χαρτζιλικώνουν, σου χαμογελούν, και βαθιά μέσα τους ξέρουν ότι δεν έχουν πια το δικαίωμα να σου δώσουν άδεια για να βγεις έξω, όσο κι αν η δύναμη της συνήθειας και της προστασίας τους κάνει να το αναζητούν.

Κι όταν πια βγεις έξω, οι παλιές παρέες σου σε περιμένουν. Εκείνα τα παιδιά που είτε δεν επέλεξαν να σπουδάσουν πουθενά, είτε φοιτούν/εργάζονται στην πόλη σας, είτε ήρθαν κι εκείνα απ’ τις σχολές τους για τον ίδιο λόγο που ήρθες κι εσύ. Κάθεστε στα ίδια παγκάκια, γελάτε με τα ίδια αστεία, μιλάτε με την ίδια άνεση, λες και δεν πέρασε ούτε μία μέρα που ήσασταν μακριά, λες και ποτέ δε φύγατε απ’ τα μέρη εκείνα, κι ας έχουν αλλάξει τόσο πολύ.

Όταν κοιτάς γύρω σου, βλέπεις καινούργια μαγαζιά να ‘χουν ανοίξει, διαφορετικούς ανθρώπους να κυκλοφορούν. Μαθαίνεις νέα για γείτονες και παλιούς συμμαθητές που σε εκπλήσσουν και γυρνούν το στομάχι σου, μα κάποια στιγμή συνειδητοποιείς πως κάπως έτσι πρέπει να ακούγονται και τα δικά σου νέα στους άλλους.

Κι έρχεται εκείνη η στιγμή που πρέπει να γυρίσεις πίσω, γιατί σου έλειψε η άλλη, η τωρινή, ζωή σου, γιατί πρέπει να επιστρέψεις στο σπίτι σου, στη νέα πόλη σου, στους νέους φίλους σου. Και τους κοιτάς όλους μελαγχολικά, προσπαθώντας να αποτυπώσεις τα πρόσωπα και τα χαμόγελά τους στη μνήμη σου, να μη φύγουν ποτέ απ’ το μυαλό σου. Σε λίγες βδομάδες, το ξέρεις, θα τους ξαναδείς, και θα ‘ναι εκεί, να σε περιμένουν, όπως πάντα.

Μα ξέρεις επίσης πως, κάποια στιγμή, μία απ’ τις δύο ζωές θα πρέπει να την αφήσεις. Δε θα μπορείς για πάντα να ‘χεις δύο σπίτια, δύο παρέες, δύο στέκια. Το «μέρος σου» θα ‘ναι ένα, κι εκεί θα ζουν όλα τα όνειρα κι οι φιλοδοξίες σου, όλες οι συνήθειες και τα βάσανά σου. Γι’ αυτό να κρατηθείς γερά απ’ την εμπειρία σου αυτή. Μην την ξεχάσεις, μην την αφήσεις να περάσει ανεκμετάλλευτη. Ζήσε κάθε της στιγμή όσο καλύτερα μπορείς, όσο περισσότερο, όσο δυνατότερα. Και, κάποια μέρα, θυμήσου να πεις ξανά αυτές τις ιστορίες, να κοιτάξεις φωτογραφίες και να συγκινηθείς.

Γιατί τα φοιτητικά σου χρόνια είναι τα καλύτερα της ζωής σου.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη