Τίποτα, λένε, δεν ηρεμεί περισσότερο τον άνθρωπο απ’ τη θέα της θάλασσας -της γαλήνιας, της ταραγμένης, της αλλοπρόσαλλης. Του γεννά ένα αίσθημα απεραντοσύνης και απλότητας, κάνοντας κάθε πρόβλημά του να χάνεται στον βελούδινο βυθό της. Η αρμονία του ορίζοντα που την ενώνει φαινομενικά με τον ουρανό δίνει στον ηλιοκαμένο οδοιπόρο την ελπίδα πως τα πάντα είναι πιθανά, ακόμα και τα πιο απρόσιτα.

Ο άνθρωπος ταυτίζεται με το αλμυρό νερό και το ‘χει συνδέσει με τα συναισθήματα που ζουν και ανθίζουν μέσα του. Εκείνα που δεν μπορεί να ελέγξει, εκείνα που πολλές φορές -αν όχι όλες- τον παρασύρουν σαν να ‘ναι ρεύματα. Ποτέ, όμως, δεν ξέχασε ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Κανείς δεν τον άφησε και πάνω απ’ όλα ο ίδιος ο εαυτός του. Κάθε δρόμος που διάλεγε στη μικρή και ταυτόχρονα πολύχρονη ζωή του, έκανε τη θάλασσά του να μοιάζει γεμάτη κύματα. Κύματα πελώρια που καμιά φορά έτσουζαν, καθώς έβρεχαν τις πληγές του. Κι όσο εκείνος έψαχνε με μανία μια σανίδα σωτηρίας, ένα απόμερο και καλά φυλαγμένο λιμάνι για να αράξει και να δέσει, κάθε φορά που προσέγγιζε την όασή του εκείνη χανόταν. Σαν τον Σίσυφο που ήταν καταδικασμένος να ανεβάζει έναν πελώριο βράχο στην κορυφή κάποιου βουνού. Κάθε φορά που πλησίαζε τη βουνοκορφή, ο βράχος ξέφευγε απ’ τα χέρια του και ξανάπεφτε στους πρόποδες. Κι αυτό συνεχιζόταν αδιάκοπα.

Πόσοι δεν έχουμε βάλει τους εαυτούς μας στη θέση του Σίσυφου, νιώθοντας πως η ζωή μας μοιάζει λίγο πολύ με την τιμωρία του; Πόσες φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί τι κάναμε για να αξίζουμε όσα μας συμβαίνουν, λες και και εκτίουμε κάποιου είδους ποινή για αδικήματα που εν αγνοία μας έχουμε διαπράξει; Όλοι αναζητούμε την ηρεμία μας. Την κυνηγούμε λες και είναι ο σκοπός της ζωής μας. Ίσως πολλές φορές την μεταμφιέζουμε κιόλας έτσι ώστε να μοιάζει με τον αυτοσκοπό μας. Παίρνουμε ένα σωρό μέτρα και αποφάσεις προσπαθώντας να εξασφαλίσουμε λίγα λεπτά απόλυτης γαλήνης, αρμονίας. Θέλουμε να πιάσουμε έναν ορίζοντα που συνεχώς ξεμακραίνει και απογοητευόμαστε κάθε φορά που συμβαίνει το αναπόφευκτο.

Αλλάζουμε τακτικές, συνήθειες, τον ίδιο μας τον εαυτό. Στελεχώνουμε όλο και καλύτερα το καράβι μας, παλεύοντας να κρατηθούμε στην επιφάνεια για όσο το δυνατόν περισσότερο. Κι εκεί που η θάλασσα υπήρχε για να μας ηρεμεί, τώρα είναι αυτή που μας πνίγει, καθώς δεν έχουμε επιλογή παρά να αφεθούμε στις διαθέσεις της. Αν ρωτήσεις κάποιον που ξέρει από κύματα, θα σου πει πως τη θάλασσα πρέπει να τη σέβεσαι, όσο καλά κι αν ξέρεις να κολυμπάς. Κι αν αυτό ισχύει για την πραγματική θάλασσα, πες μου, γιατί να μην ισχύει και για τη ζωή σου;

Τη ζωή σου δεν μπορείς να την προβλέψεις. Πάντοτε θα εμφανίζεται ένας απρόοπτος άνεμος για να δημιουργεί νέα κύματα και να σε παγιδεύει. Πάντοτε θα ψάχνεις τρόπους να την ημερεύσεις. Ο άνθρωπος είναι το ον που κατάφερε να φτιάξει γλώσσες, πολιτισμούς, πλοία και διαστημόπλοια και μπορεί να πραγματοποιήσει τα πιο τρελά και άπιαστά του όνειρα. Αν θέλει στ’ αλήθεια να βρει τη γαλήνη του, δεν έχει παρά να αποδεχτεί το γεγονός πως τα κύματα είναι το σπίτι του. Κάποιες μέρες αυτά θα είναι μικρά και εύθραυστα, χρωματισμένα με αισιοδοξία και ευημερία. Άλλες μέρες, τα ίδια κύματα θα είναι αφρισμένα και ανεξέλεγκτα, ποτισμένα με δυσκολίες. Μα όλα αυτά είναι μες το πρόγραμμα.

Δεν ψάχνουν όλοι οι λιμάνι να δεθούν. Κι αν τους ρωτήσεις, αυτοί που ονειρεύονται να χαθούν στη θάλασσα είναι κι οι πιο ευτυχισμένοι. Εκείνοι που δεν έχουν ουτοπικές προσδοκίες, εκείνοι που βλέπουν τα πράγματα όπως ακριβώς είναι. Μες το χάος  ο άνθρωπος βρίσκει και ζωή και έρωτα και επιτυχία και ευτυχία και ό,τι άλλο ποθεί. Μέσα στο χάος της θάλασσας που κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του, θα μπορέσει τελικά να βρει όλα αυτά που ψάχνει. Άλλωστε, το λιμάνι που νομίζει πως χρειάζεται μπορεί να είναι εξαιρετικά ανιαρό και απογοητευτικό σε σχέση με τη συνεχώς κινούμενη, αδιάκοπα μεταβαλλόμενη και μοναδικά συναρπαστική, άγρια ή ήμερη θάλασσά του.

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.