Μία απ’ τις αναμνήσεις  των παιδικών μας χρόνων, που όλοι κουβαλάμε μέσα μας κι αναπολούμε, είναι το κρυφτό.  Γνωστό και προσφιλές παιχνίδι με έναν απλό κανόνα∙ κρύβεσαι τόσο καλά ώστε να μη σε ανακαλύψει ο άλλος και στεφθεί νικητής. Τα χρόνια κυλάνε, όμως, φεύγουν γρήγορα. Μεγαλώνουμε, εξελισσόμαστε  προς όλες τις κατευθύνσεις, με νέα πρόσωπα και σχέσεις να φτάνουν στις ζωές μας, αλλά το κρυφτό κρυφτό, εκεί, σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Οι όροι του παιχνιδιού απλά αντιστράφηκαν και πλέον δεν κρυβόμαστε ο ένας απ’ τον άλλον μέχρι το τέλος, αλλά επιλέγουμε να βρούμε  ασφαλές καταφύγιο πίσω απ’ τις λέξεις μας. Ο ίδιος μας ο εαυτός  γίνεται το τέλειο κρησφύγετό μας. Κρυμμένοι απ’ την επερχόμενη παραδοχή στον εαυτό μας, αλλά και στους δικούς μας ανθρώπους, πως κάτι τελείωσε οριστικά.

Χτίζουμε ένα οχυρό καμωμένο από λέξεις και στα θεμέλιά του βρίσκεται το «μία τελευταία φορά μόνο». Τόσο βέβαιοι ότι έχουμε τον έλεγχο του εαυτού μας, πως είμαστε ικανοί να επιβληθούμε στην επιθυμία μας, να χαλιναγωγήσουμε το πάθος μας και να το απελευθερώσουμε τη σωστή στιγμή.

Συνειδητά ή ασυνείδητα, η πραγματικότητα είναι μία: Επιλέγουμε να αναβάλλουμε το αναπότρεπτο. Είτε πρόκειται  για μια σχεδόν σχέση, μια τοξική φιλία, ένα πρόσωπο που επανειλημμένα μας πλήγωνε, όλο και πιο βαθιά κάθε φορά, εμείς πάντα –με την πρόφαση μιας τελευταίας συνάντησης, ενός τελευταίου φιλιού, ενός τελευταίου τηλεφωνήματος– επιμένουμε να πάρουμε πάλι τη δόση μας, με την ψευδαίσθηση πως μετά απ’ αυτό όλα θα αποτελούν παρελθόν.

Έχουμε, στα αλήθεια, τόση ανάγκη πια ένα πρόσωπο –οποιοδήποτε– στη ζωή μας που ξεχνάμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε, που βαδίζουμε με τόση σιγουριά και με μπροστάρη αυτήν την υποτιθέμενη «τελευταία φορά»; Όταν ακόμη η καρδιά σου χτυπά με τον ίδιο ξέφρενο ρυθμό και το μυαλό εγκλωβίζεται στη φρενίτιδα που προκαλεί η εικόνα κι η διαρκής σκέψη ενός μόνο προσώπου, κοίτα τον εαυτό σου στον καθρέφτη και πείσε τον πως έχεις ακόμη αίσθηση της αυτοσυγκράτησης και τη σύνεση να βάλεις φρένο, όταν το κρίνεις απαραίτητο.

Γνωρίζουμε την αλήθεια. Ένα ψήγμα της πάντα στέκει στην επιφάνεια να σου θυμίζει πως κανείς δεν ξεφεύγει από ό,τι είναι να τελειώσει. Παρ’ όλα αυτά συχνά το αγνοούμε ή προσποιούμαστε πολύ καλά, τόσο που οριακά πάμε να ξεγελάσουμε ακόμα και μας. Μας προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας ή μάλλον την αυταπάτη της αυτοκυριαρχίας μας. Συχνά το πρόσωπο –ή η φύση της σχέσης που έχουμε με αυτό– επιδρά σαν εξαρτησιογόνα ουσία πάνω μας.

Κάθε φορά υποσχόμαστε να βάλουμε μία τέλεια, αλλά πάντα αφού πάρουμε ακόμα μια τελευταία δόση. Θα ‘ναι μια συζήτηση, ένα φιλί, μια αγκαλιά, οτιδήποτε που θα ικανοποιήσει έστω στιγμιαία την ακόρεστη δίψα μας. Είναι απόλυτα ανθρώπινο και φυσιολογικό να νιώθεις, να δίνεις και να δίνεσαι. Ανθρώπινο είναι επίσης να αναγνωρίζεις πότε φτάνει η στιγμή που πρέπει να αφήσεις κάποιον, να ελευθερώσεις, αλλά παράλληλα και να ελευθερωθείς.

Οπότε απόψε, όταν θα γεμίσεις το ποτήρι σου, μην πιεις για την τελευταία φορά.  Ύψωσέ το σου για την πρώτη φορά που βρήκες το θάρρος να γκρεμίσεις το οχυρό σου και να αφήσεις το κρυφτό πίσω από άδεια λόγια που δεν προσφέρουν τίποτα παραπάνω από αυταπάτες και μεγαλύτερη –ψυχοφθόρα– αναμονή για το νέο ξεκίνημα που σε περιμένει.

 

Συντάκτης: Έμμα Σέικο
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη