Θυμάμαι όταν πριν από κάποια χρόνια σε γνωστό τηλεοπτικό σταθμό είχε μεταφερθεί στη μικρή οθόνη το μυθιστόρημα της Victoria Hislop, «Το Νησί». Ήμουν κι εγώ ένας απ’ αυτούς που δεν έχασαν ούτε επεισόδιο. Υποκειμενικότατα πάντα, νομίζω πως είναι από τις καλύτερες σειρές που έχουν παιχτεί στην ελληνική τηλεόραση. Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο. Παρά το πλήθος των σελίδων του, το διάβασα σ’ ένα βράδυ. Περίμενα όμως πρώτα να δω το τελευταίο επεισόδιο πριν μπω στη διαδικασία να διαβάσω τη γραπτή εκδοχή της ιστορίας, γιατί δεν ήθελα το ένα να υποβαθμίσει το άλλο.

Δεν είναι λίγες οι φορές που κλασικά μυθιστορήματα μεταφέρονται στην τηλεόραση. Ακριβές παραγωγές, αυστηρά επιλεγμένο καστ ηθοποιών και αριστοτεχνική σκηνοθεσία φροντίζουν ώστε η αποτύπωση να μη χάσει κάτι από το ύφος του βιβλίου. Κάπου εδώ τίθεται το ερώτημα τι από τα δύο είναι καλύτερο. Το ατόφιο βιβλίο ή η δραματοποιημένη τηλεοπτική μεταφορά;

Είναι γεγονός πως στην τηλεόραση η εναλλαγή εικόνων και οι διάλογοι, σε συνδυασμό με μια καλή σκηνοθεσία, συμβάλλουν στο να παραμείνει αμείωτο το ενδιαφέρον του τηλεθεατή. Τα σκηνικά ή ακόμη και τα φυσικά τοπία που διαδραματίζεται η ιστορία την κάνουν να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας και κατά κάποιο τρόπο τη ζούμε κι εμείς παρέα με τους πρωταγωνιστές. Όσο πιο καλά αποδίδουν τους ρόλους οι ηθοποιοί τόσο περισσότερο ταυτιζόμαστε μαζί τους ή με το πρόσωπο που γίνεται ο αγαπημένος μας χαρακτήρας. Η εικόνα μάς μεταφέρει στην καρδιά της ιστορίας, κάνοντάς μας μέρος της. Άλλωστε λένε πως μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Γιατί να μην ισχύει αυτή η εκδοχή και για τη μικρή οθόνη που στην τελική αποτελεί επιτομή της εικόνας;

Από την άλλη, έχουμε το βιβλίο. Έναν μικρό θησαυρό που μπορούμε να κρατήσουμε στα χέρια μας. Από το εξώφυλλο μέχρι τη χαρακτηριστική μυρωδιά των σελίδων του (ας παραδεχτούμε όσοι διαβάζουμε βιβλία πως έχουμε μυρίσει τις σελίδες τους πάνω από μια φόρα) έχει την ικανότητα να μας μαγεύει, ενώ εμείς ψάχνουμε στις λέξεις του τον μικρό θησαυρό που βρίσκεται κάπου εκεί κρυμμένος. Οι λέξεις και η διήγηση εξάπτουν τη φαντασία μας. Τις εικόνες τις φτιάχνουμε μόνοι μας. Από το τοπίο που διαδραματίζεται η ιστορία μέχρι τον ήρωα που τη ζει δημιουργούμε μια εικόνα όπως τη φανταζόμαστε, ώστε να ταυτιστούμε περισσότερο με αυτό που διαβάζουμε. Τη φτιάχνουμε και της δίνουμε τη μορφή που ταιριάζει καλύτερα στη φαντασία και βιώματά μας. Επιπλέον, μπορούμε ανά πάσα στιγμή να ανατρέξουμε σε κάποια σελίδα και να αναβιώσουμε την εικόνα που νιώσαμε να μας ταξιδεύει. Είναι γεγονός, εξάλλου, πως τα γραπτά μένουν.

Εν κατακλείδι, τι είναι προτιμότερο; Να κάτσεις να διαβάσεις ένα καλό μυθιστόρημα ή να παρακολουθήσεις την απόδοσή του στη μικρή οθόνη; Η απάντηση προφανώς είναι σχετική κι εξαρτάται απ’ το τι βολεύει τον καθένα περισσότερο. Από τη μία το βιβλίο έχει την ικανότητα να εξάπτει τη φαντασία, από την άλλη η τηλεοπτική μεταφορά κερδίζει καθώς μας γεμίζει εικόνες τις οποίες αντικρύζουν τα μάτια. Ό,τι κι αν επιλέξεις, σίγουρα έχει κάτι να σου δώσει. Αρκεί το ένα να σέβεται το άλλο. Το ταξίδι θα είναι ίδιο, απλώς το μέσο θα διαφέρει.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.