Πόσες φορές σε μια στάση λεωφορείου περιμένοντας το αστικό, σε ένα παγκάκι που κάθισες για λίγα λεπτά της ώρας σε πλησίασε κάποιος άγνωστος με τσιγάρο στο χέρι για να σου ζητήσει φωτιά; Η φράση πάντοτε ίδια και απαράλλαχτη. Ο τόνος της φωνής κάθε φορά πανομοιότυπος. Το βλέμμα βαθύ. «Φιλαράκι, έχεις φωτιά;».

Ψάχνεις στις τσέπες σου. Βρίσκεις τον αναπτήρα σου και προσφέρεις την πολυπόθητη φλόγα στον άγνωστο εκείνο που σχεδόν απεγνωσμένα σε προσέγγισε. Καθώς αυτός ο άγνωστος σκύβει το κεφάλι για να ανάψει το τσιγάρο του, εσύ εστιάζεις στα μάτια του. Καταλαβαίνεις πως δεν ήταν η φωτιά αυτό που πραγματικά έψαχνε. Ή τουλάχιστον ήθελε κάτι παραπάνω. Ανάβει λοιπόν το τσιγάρο, τραβάει την πρώτη ρουφηξιά αλλά δε φεύγει από κοντά σου. Κοιτάει για λίγα δευτερόλεπτα κάπου εκεί στο πουθενά. Μετά τη δεύτερη τζούρα, αρχίζει η κουβέντα. Τυπική αρχικά. Άργησε πολύ το λεωφορείο. Μαζεύει σύννεφα ο ουρανός. Μάλλον θα βρέξει. Κάπως έτσι αρχίζει η εξομολόγηση και διαπιστώνεις πως τελικά αυτός ο άγνωστος δεν έψαχνε κάποιον να του ανάψει το τσιγάρο. Αυτό που πραγματικά έψαχνε ήταν κάποιον για να μοιραστεί όσα τον προβληματίζουν. Ένα ζευγάρι αφτιά ν’ ακούσει τα εσώψυχά του. Γιατί ίσως νιώθει μόνος, γιατί πραγματικά μπορεί να είναι μόνος.

 

 

Ίσως γίνεται ενοχλητικός, ίσως και να νιώθει ενοχλητικός, σίγουρα όμως δεν το θέλει. Αυτό που τον βαραίνει είναι τόσο δυσβάσταχτο και η μοναξιά του πραγματικά ανυπόφορη. Σε έναν κόσμο που τα social έχουν αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή και οι followers τους πραγματικούς φίλους σε ποιον να πει τον πόνο του; Κι όμως στη στάση του λεωφορείου, σε ένα απόμερο παγκάκι ενός ήσυχου πάρκου όλο και κάποιος μπορεί να βρεθεί. Εκεί πίσω από την ανωνυμία κι όσο κρατάει ένα τσιγάρο λέγονται οι μεγαλύτερες αλήθειες και γίνονται οι βαθύτερες καταθέσεις ψυχής. Ο άγνωστος αυτός μπορεί να ένιωσε τον πόνο, την απόρριψη, την προδοσία. Ποιος όμως θα τον ακούσει; Όλοι έχουν δικά τους προβλήματα. Μπορεί ακόμα και αυτός να έχει πονέσει κάποιον άλλον και να έχει μετανιώσει. Η συγγνώμη του ωστόσο δεν έγινε αποδεκτή γιατί κανένας δεν μπήκε στον κόπο να έρθει λίγο στη θέση του. Μπορεί ακόμα και να ψάχνει εξιλέωση.

Υπάρχει όμως ένας άνθρωπος στον οποίο μπορεί να μιλήσει. Αυτός ο άγνωστος φίλος που η φιλία τους θα κρατήσει μονάχα λίγες στιγμές. Που δε θα μάθει καν το όνομά του. Το πρόσωπο που θα προσφέρει τη φωτιά του και μαζί με αυτή και τη συντροφιά του. Που δεν τον ξέρει και δε θα τον κρίνει, που δε θα δώσει ανούσιες συμβουλές στολισμένες με βαρύγδουπα κενά λόγια αλλά θα κάτσει να ακούσει. Μαζί με τη φωτιά του θα προσφέρει και την κατανόησή του ακόμα και την υπομονή του σε αυτόν τον άγνωστο που ζήτησε φωτιά και μαζί και έναν φίλο. Κι ας είναι να κρατήσει η φιλία τους για όσο θα κρατήσει ένα τσιγάρο. Φαντάζει όμως σαν να κρατάει χρόνια. Άλλωστε μόνο σε κάποιον καλό και έμπιστο φίλο θα πεις τον πόνο σου, θα παραδεχτείς το λάθος σου και θα το ομολογήσεις. Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη σπουδαιότητά της;

«Φίλε, έχεις φωτιά;». Δυο άγνωστοι. Βλέμματα βαριά και βήματα αργά. Η λαχτάρα να βρεθεί η φλόγα. Η λαχτάρα να βρεθεί ένας φίλος. Αν σε ταινία μικρού μήκους ήταν κάποιος να σκηνοθετήσει την επιτομή της φιλίας, κάπως έτσι θα ξεκινούσε η σκηνή. Φιλίες μικρές και εύθραυστες που διαρκούν μονάχα λίγα λεπτά. Είναι όμως τόσο αληθινές κι ας είναι μεταξύ αγνώστων.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.