Χριστούγεννα. Για τους περισσότερους η πιο όμορφη περίοδος του χρόνου. Εορταστική ατμόσφαιρα, στολισμένα σπίτια, δώρα, πλούσια τραπέζια κι αγάπη. Αγάπη; Τι νόημα δίνει ο καθένας μας στην έννοια της αγάπης; Αυτές τις μέρες αγαπάμε λίγο περισσότερο τους ανθρώπους. Τους φίλους και την οικογένειά μας. Θα μπορούσε άραγε να βρει το νόημά της η αγάπη αν όλα τα παραπάνω ήταν τα ακριβώς αντίθετα;

Ήταν, λοιπόν, παραμονή Χριστουγέννων του 1914. Ο κόσμος ζούσε μια πρωτόγνωρη αλλά ταυτόχρονα και τρομακτική εμπειρία. Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκατομμύρια νέοι άνθρωποι επιστρατεύτηκαν με μοναδικό σκοπό την εξόντωση του εχθρού και μοναδικό λάφυρο την τελική νίκη, ίσως κι ένα τιμητικό παράσημο στους επιζήσαντες. Κι όλα αυτά γιατί έτσι είχαν αποφασίσει οι τότε ηγέτες του κόσμου. Τα Χριστούγεννα της χρονιάς εκείνης πλησίαζαν, κι όμως κανένας δε φαινόταν να έχει μπει στο πνεύμα τους. Τα πάντα βρίσκονταν στη δίνη του πολέμου. Και το βράδυ της παραμονής εκείνης, μια παγερή 24η του Δεκέμβρη, έγινε η πραγματοποίηση του θαύματος των Χριστουγέννων.

Βρισκόμαστε στο μέτωπο του Πλούχστιρτ, στην περιοχή της Φλάνδρας. Η μέρα είχε περάσει όπως όλες οι προηγούμενες. Τα βρετανικά στρατεύματα αντάλλασσαν πυρά μέσα στα παγερά και λασπωμένα χαρακώματα. Δεκάδες νεκροί κείτονταν στο πεδίο της μάχης. Ώσπου ήρθε το βράδυ και οι εχθροπραξίες σταμάτησαν. Όλοι, ανεξαρτήτως στρατοπέδου, είχαν καταβληθεί από την κούραση. Ξαφνικά, μέσα στην ησυχία της νύχτας, χριστουγεννιάτικες μελωδίες ήχησαν στον αέρα. Τα αναμμένα κεριά ενός αυτοσχέδιου χριστουγεννιάτικου δέντρου φώτισαν το σκοτάδι· οι Γερμανοί ένιωσαν το πνεύμα των Χριστουγέννων.

Οι Βρετανοί από την άλλη πλευρά, παρακολουθούσαν αμήχανα. Να ετοίμαζαν κάτι οι απέναντι; Όχι. Ήταν Χριστούγεννα. Χειροκρότησαν τους Γερμανούς και τραγούδησαν κι αυτοί στη γλώσσα τους χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Το λόγο πλέον είχαν, όχι τα όπλα αλλά, η ειρήνη. Η αγάπη για τον άνθρωπο. Οι επικεφαλής των στρατευμάτων βγήκαν από τα χαρακώματα και συμφώνησαν μια ανακωχή για το βράδυ των Χριστουγέννων. Οι στρατιώτες βγήκαν κι αυτοί κι αντί πυρών, αντάλλαξαν ευχές και δώρα. Λίγα τρόφιμα, λίγα τσιγάρα κι αλκοόλ, ό,τι είχε ο καθένας. Στο τέλος ενωμένοι έψαλλαν τροπάρια των Χριστουγέννων. Η Θεία λειτουργία είχε ολοκληρωθεί.

Και να, που ξημέρωσε η μέρα των Χριστουγέννων. Τι θα γινόταν τώρα; Θα έπιαναν ξανά τα όπλα οι στρατιώτες, που μόλις πριν από λίγες ώρες είχαν γίνει φίλοι; Όχι. Το θαύμα έμελλε και έπρεπε να συνεχιστεί. Αποφάσισαν να θάψουν τους νεκρούς τους. Ένα μικρό λιβάδι, μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, έγινε ένα πρόχειρο κοιμητήριο γεμάτο με αυτοσχέδιους ξύλινους σταυρούς. Μια θλίψη πλημμύρισε την ατμόσφαιρα, καθώς ο φίλος έθαβε το φίλο κι ο αδερφός τον αδερφό. Ο πόνος όμως δε χωρούσε μια τέτοια μέρα. Οι στρατιώτες γευμάτισαν παρέα και γιόρτασαν τα Χριστούγεννα παίζοντας χαρτιά και διασκεδάζοντας. Οι φήμες λένε πως στήθηκε κι ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, με μια πάνινη χειροποίητη μπάλα και τέρματα με κουλουριασμένα χιτώνια. Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα είχαν πλέον αδελφοποιηθεί. Για την ιστορία, ο αγώνας έληξε με 3-2 υπέρ των Γερμανών.

Η ιστορία αυτή όμως δεν είχε την ανάλογη κατάληξη. Η σύναψη της ανακωχής έγινε γνωστή στα στρατηγεία των ανωτέρων και θεωρήθηκε εσχάτη προδοσία. Οι ποινές που επιβλήθηκαν στους «προδότες» ήταν σχεδόν εκδικητικές. Όλοι τους μετατέθηκαν σε μάχιμα πολεμικά μέτωπα και οι περισσότεροι από αυτούς δεν είδαν ποτέ ξανά τα σπίτια τους. Όσοι όμως επέζησαν και για όσο έζησαν, είχαν να θυμούνται πως εκείνα τα Χριστούγεννα του 1914, ήταν τα καλύτερα της ζωής τους.

Αυτή ήταν μια αληθινή χριστουγεννιάτικη ιστορία. Μια πραγματική ιστορία που όμως ξεπερνάει και την πιο ρομαντική φαντασία. Μια ιστορία που αναδεικνύει αυτούσιο το νόημα των Χριστουγέννων. Γιατί η αγάπη για τον άνθρωπο πάντα θα βρει τρόπο να φυτρώσει, ακόμη και στον πιο βαρύ χειμώνα. Ακόμη και στο πιο πυκνό σκοτάδι του πιο σκοτεινού καιρού. Θα γίνει ένα μικρό φωτάκι ενός αυτοσχέδιου δέντρου, μέχρι να φωτίσει ως εκεί που δε βλέπουν τα κοντά μας μάτια.

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου