Δεν είναι λίγες οι φορές που κάναμε χάζι μικρά παιδιά που με κάθε δυνατό τρόπο θα δείξουν πόσο αθώα είναι, είτε μέσα από αυτά που κάνουν είτε από αυτά που μας ρωτάνε, χωρίς να καταβάλουν προσπάθειες, γιατί απλώς είναι αθώα και μες στην περιέργεια όσο δεν πάει. Μικρά κι εν μέρει στην άγνοια μπορούν να κάνουν ερωτήσεις μέχρι να εξαντληθούν, αφού πρώτα εξαντλήσουν εμάς, για να πάρουν όσο το δυνατό περισσότερη πληροφορία και γνώση μπορούν ώστε να την εντάξουν στο όμορφο και μες τη φαντασία μυαλουδάκι τους.

Όλοι υπήρξαμε παιδιά, κάναμε τη μία ερώτηση μετά την άλλη με το που βρίσκαμε ευκαιρία ή βλέπαμε κάτι καινούριο. Πράγματα και γεγονότα που πλέον μας φαίνονται προφανέστατα, κι ας ζητάμε πού και πού έναν επαναπροσδιορισμό, κάποτε δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε ή και να αντιληφθούμε. Κι οι ερωτήσεις αβέρτα έλουζαν κάθε παρευρισκόμενο μέχρι να εξαντληθεί κάθε απόσταγμα ενέργειας από μέσα μας.

Τότε, κάναμε διακρίσεις όχι στις ερωτήσεις κι απορίες μα στα πρόσωπα τα οποία τις παραθέταμε. Τα αγαπημένα, τα ενδιαφέροντα, τα άξια προσοχής μας και τα μη. Στην κατηγορία των μη δε στρεφόμασταν γιατί αν δεν έκαναν κάτι πραγματικά αξιοσημείωτο δε θα μπορούσαν να καταλαγιάσουν τον οίστρο μας ό,τι και να έκαναν για να μας κερδίσουν.

Για να περνάμε στο δια ταύτα όμως, οι ερωτήσεις που κάνουνε και κάναμε ως μικρά και άβγαλτα παιδιά, όσο χαζές κι αν φαίνονται, υπάρχουν γιατί η απάντηση δεν υπάρχει στα αθώα αυτά μυαλουδάκια. Καθαρή περιέργεια τα παροτρύνει να ρωτούν κάτι που εν μέρει εμείς μεγαλώνοντας ξεχάσαμε.

Δε μιλάω για τις περιπτώσεις που όντως είμαστε περίεργοι να μάθουμε κάτι, μα για εκείνες τις φορές που ρωτάμε κάτι για να πιάσουμε μια κουβέντα, ενώ έχουμε ήδη απαντήσει στο μυαλό μας. Κάνουμε λοιπόν ερωτήσεις που θέλουμε οι ίδιοι να απαντήσουμε, μας αρέσει να ρωτάμε πράγματα που κατά κύριο λόγο η απάντηση ενδιαφέρει κι αφορά είτε έμμεσα είτε άμεσα εμάς.

Όπως τότε κάναμε διακρίσεις στα πρόσωπα που μας κινούσαν το ενδιαφέρον ή που μας έβγαζαν μια κάποια εμπιστοσύνη, έτσι επιλέγουμε τις περισσότερες φορές τις ερωτήσεις που θα κάνουμε σε κάποιον ώστε οι απαντήσεις να λειτουργούν προς όφελός μας, τις εμπιστευόμαστε για τον λόγο ότι δε θα βαρεθούμε ή δε θα έρθουμε σε δύσκολη θέση όταν ακούσουμε το «Εσύ;» ή το «Εσένα;»!

Μες στην παρόρμηση της στιγμής μπορούμε να θέλουμε να μάθουμε το οτιδήποτε, όταν η περιέργεια παίρνει τη σκυτάλη του λόγου και το ίδιο αυθόρμητα κι ασυναίσθητα θα θέσουμε τις ερωτήσεις «κλειδί» σε περιστάσεις που θέλουμε απλώς να σπάσουμε τον πάγο ή να ανακατευθύνουμε με το έτσι θέλω τη συζήτηση ώστε να μη βαρεθούμε σε περίπτωση που η συχνότητα σκέψεων κι αντιλήψεων του συνομιλητή δεν εφάπτεται με τη δική μας.

Λίγες φορές μας γίνεται αντιληπτό κάτι τέτοιο ακόμα κι από τον ίδιο μας τον εαυτό. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε κατηγορίες κι υποκατηγορίες κι εν τέλει ο καθένας ξεχωρίζει από τον διπλανό του διότι κάτι τον κάνει ξεχωριστό. Δεν ταιριάζουμε όλοι με όλους αλλά πολλές φορές μπορούμε να βρούμε κάτι κοινό να έχουμε να λέμε και να μπορούμε μια στο τόσο να ανοίξουμε μια κουβέντα. Κάποιες φορές μας φαίνεται κουραστικό ενώ άλλες απλώς το υπομένουμε και μία στο τόσο έχουμε κι αυτόν τον «μηχανισμό» για να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση.

Θα ρωτήσουμε κάτι που οι ίδιοι θέλουμε να απαντήσουμε ακόμα και για να τσεκάρουμε κοινά ενδιαφέροντα (κι αν δεν το ξέρατε δοκιμάστε το σε κάποια καινούρια γνωριμία και θα με θυμηθείτε, πιάνει. Το να μην το ξέρατε όμως μου φαίνεται και λίγο απίθανο, οπότε θα πως καλύτερα στην περίπτωση που δεν το αντιληφθήκατε κι όχι που δεν το ξέρατε). Μα υπάρχουν και οι περιπτώσεις που το κάνουμε αυτό γιατί απλώς δε μας ενδιαφέρει τι έχει να πει ο συνομιλητής μας, το θέμα συζήτησης που ενδεχομένως θα προκύψει από την απάντησή του δηλαδή, οπότε για να «προλάβουμε το κακό» προνοούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Μπορεί να μην είναι σε θέση να το κάνουν όλοι αυτό. Υπάρχουν κι αυτοί που υπομένουν και δεν τους χαλά σε καμία περίπτωση να μάθουν κάτι καινούριο κι είναι όλοι αυτιά –μην αδικήσω και κανέναν δηλαδή. Δεν έχουν ανάγκη να κατευθύνουν μια συζήτηση προς όφελός τους ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις είναι σχεδόν αναγκαίο –ευγένεια ίσως; πάντως κάνουν υπομονή και τ’ ανέχονται- και γιατί να το κάνουν άλλωστε όταν μπορούν να μάθουν τόσα πολλά από μια συζήτηση.

Όπως και να χει, ο λόγος θέλει μαεστρία σε κάθε περίστασή του. Κάπου θα μας ευχαριστεί και κάπου όχι.  Έχει να κάνει με το πώς εμείς το βλέπουμε κι αντιλαμβανόμαστε και τότε το χειριζόμαστε κατάλληλα. Κι αν δεν μπορούμε εμείς, θα το κάνει κάποιος άλλος. Εκεί θα έχουμε και κάτι να μάθουμε, αρκεί να ακούσουμε ή να παρατηρήσουμε.

 

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου