Το ξυπνητήρι χτυπά και με τον τρόπο του –τον σπαστικό και αγχωτικό, ή κι εκνευριστικό άμα διέκοψε και κανένα όμορφο όνειρο στη μέση- μου λέει πως πρέπει να σηκωθώ, να ξεκινήσω τη μέρα μου. Σκέφτομαι όλα όσα έχω να κάνω για το υπόλοιπο της μέρας και προκειμένου να μη φρικάρω με το φορτωμένο πρόγραμμά μου, πάω αμέσως στην κουζίνα να φτιάξω έναν καφέ. Όσο να ‘ναι ένα boost το χρειάζομαι. Πώς αλλιώς να προλάβω να τα διευθετήσω όλα;

Πραγματικά θα ήθελα να ξέρω τι περνάει από το μυαλό όποιου διάβασε το παραπάνω. Λόγω περιέργειας, όχι για το τι σκέφτεται ο καθένας, αλλά πώς. Ο καθένας θα το δει διαφορετικά άλλωστε, κάπου θα διαφωνήσει, κάπου θα ταυτιστεί, κάπου θα αγανακτήσει, κάπου θα διχαστεί και κάπου θα αναρωτηθεί αν όντως το παθαίνει κάποιος αυτό. Οι απόψεις διίστανται και μεταξύ τους διχάζονται.

Κάθε άνθρωπος έχει μια εργασία, μια υποχρέωση να βγάλει και είτε τον ευχαριστεί είτε όχι, πολλές φορές, ξέρει πως πρέπει να το κάνει. Σε πολλούς μένει στο υποσυνείδητο το «πρέπει κι ας μη θέλω» και τρέχει ο καθένας να προλάβει τα τρεχούμενα ακόμα κι αν δεν είναι δική μας αρμοδιότητα, ακόμα κι αν δεν είναι καν προς όφελός μας. Και κάπως έτσι κάνουμε τα πάντα, προσπαθούμε κιόλας να τα κάνουμε άψογα και να έχουμε τα πάντα στην εντέλεια και τελικά δεν κάνουμε τίποτα τέλεια.

Τέτοιος ζήλος να είμαστε καλοί στα πάντα που εν τέλει δεν είμαστε καλοί σε τίποτα. Τρόπος του λέγειν δηλαδή και προφανώς δεν ισχύει για όλους. Εμπίπτει στις περιπτώσεις εκείνων που θέλουν να είναι επιτυχημένοι σε έναν τομέα μα το προσπαθούν με τον λάθος, ενδεχομένως, τρόπο. Υπάρχει η πεποίθηση πως για να είσαι καλός κάπου πρέπει να ξέρεις όσο το δυνατό περισσότερα, λίγο από όλα, να είσαι μουλτιτάσκερ που λένε, να κάνεις τόσα πολλά μέσα στη μέρα που εν τέλει χάνεις την ουσία αυτού που πραγματικά θέλεις να πετύχεις.

Έστω λοιπόν ότι η θεωρία αυτή είναι σωστή, παραμένει απλώς θεωρία. Δεν πρέπει κιόλας κάποιος να μας καθοδηγήσει, να μας δείξει πώς να το κάνουμε πράξη; Εκεί είναι που το χάνουμε. Εκεί είναι που η απόγνωση έρχεται και μας χτυπά την πόρτα.

Όταν θέλεις να πετύχεις ταυτόχρονα σε πολλά, σημαίνει πως πρέπει να εστιάσεις ταυτόχρονα σε διαφορετικούς τομείς κάτι που απαιτεί απίστευτα πολύ χρόνο και αφοσίωση για να το καταφέρεις και ακόμα κι αν στην αρχή όλα φαίνονται τέλεια θα έρθει η απόγνωση να σου χτυπήσει την πόρτα. Γιατί; γιατί δεν τελειοποιείς κάτι για να προχωρήσεις στο επόμενο αφήνοντας έτσι ό,τι κάνεις μισό.

Εκεί χάνουμε την παραγωγικότητά μας και δεν μπορούμε να βρούμε τη δύναμη το πρωί να σηκωθούμε και βλαστημάμε το ξυπνητήρι. Μας παίρνει τόσο χρόνο να σκεφτούμε να κάνουμε ό,τι είναι να κάνουμε στο υπόλοιπο της ημέρας που εξαντλούμε τη φλόγα και την ενέργεια που προσπαθούμε να βρούμε για να τα προλάβουμε όλα. Ναι, προσπαθούμε να γεμίσουμε την μπαταρία μας κάνοντας πράγματα που εν τέλει την εξαντλούν.

Η εξήγηση, άρα και η λύση, είναι απλή· ο εγκέφαλος κολλάει σε ό,τι αφήνουμε ημιτελές γιατί αγαπά την ολοκλήρωση κάθε κύκλου που ανοίγουμε, δηλαδή ενασχολήσεις και σκέψεις -ακόμα και από το δημοτικό αυτό μαθαίναμε στη γλώσσα για τις προτάσεις-, οπότε ό,τι ξεκινάμε πρέπει να το κλείνουμε κιόλας. Το φαινόμενο που εξηγεί πώς λειτουργεί σε αυτό το κομμάτι ο εγκέφαλός μας ονομάζεται Ζeigarnik, για όποιον ενδιαφέρεται, και έχει να κάνει περισσότερο με την αίσθηση αυτού του στενάχωρου άγχους λόγω ανολοκλήρωτων εργασιών, καθώς μόνο έτσι μπορεί να ησυχάζουμε.

Η λύση τώρα, μας θέλει να περνάμε από τα τέσσερα στάδια της μάθησης.

1. Δεν ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε.

2. Ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε.

3. Ξέρουμε ότι ξέρουμε.

4. Ξέρουμε και το κάνουμε αυτόματα.
Είναι τόσα πολλά αυτά που δεν ξέρουμε που η περιέργεια μας βάζει στη διαδικασία να ψάξουμε και να διαβάσουμε για όσο το δυνατό περισσότερα. Δε χορταίνουμε να μαθαίνουμε για καινούρια πράγματα, οπότε αφήνουμε κάτι στη μέση για να ασχοληθούμε με κάτι καινούριο. Το λεγόμενο «καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω».

Αντ’ αυτού, εφόσον γνωρίζουμε τι είναι αυτό με το οποίο θέλουμε να ασχοληθούμε και να το ανεβάσουμε επίπεδο, εστιάζουμε μόνο σε ένα πράγμα τη φορά με συνεχή εξάσκηση και προσπάθεια, ακόμα κι αν κάποιες φορές αποτύχουμε. Συνεχή επανάληψη, γιατί ακόμα κι όταν ξέρουμε ότι ξέρουμε χανόμαστε στους αντιπερισπασμούς, που εμείς τους δημιουργούμε άλλωστε, μέχρι εν τέλει να φτάσουμε στο σημείο να το κάνουμε αυτόματα.

Δεν είναι δύσκολο, απλώς εμείς το περιπλέκουμε ή φοβόμαστε την αποτυχία ενώ αυτή είναι η δύναμη που τελικά μας κάνει να προχωράμε. Όποιος το αντιληφθεί αυτό, δε θα τον σταματά τίποτα. Καλές επιτυχίες λοιπόν!

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου