Σχέσεις. Το πιο περίπλοκο πράγμα στον κόσμο αλλά και το πιο αναγκαίο. Με τις ερωτικές σχέσεις να βρίσκονται στην κορυφή της περιπλοκότητας. Αν συγκριθούν με το δυσκολότερο μαθηματικό πρόβλημα, κερδίζουν στα σημεία. Κι αναρωτιέμαι, δε θα βρεθεί ένας Πυθαγόρας να τα λύσει όλα με το θεώρημά του να τελειώνουμε;

Μάλλον κάτι κάνουμε λάθος. Ίσως δίνουμε προσοχή στα ασήμαντα ή ακόμα χειρότερα, ξοδεύουμε κι εν τέλει αλλοιώνουμε τον εαυτό μας σε ανούσιες σχέσεις. Συχνά κάνουμε επιλογές συντρόφου που μόνο ένα φοιτητικό μεθύσι θα δικαιολογούσε. Έλα όμως που δε φταίει η τεκίλα, αλλά ο φόβος της μοναξιάς. Άτιμο πράγμα. Ακόμα πιο άτιμο η συντροφιά χωρίς συναίσθημα. Και ποιο είναι αυτό το συναίσθημα; Άλλοι το λένε έρωτα, άλλοι το λένε αγάπη κι άλλοι πάλι το βαφτίζουν πάθος. Καμία σημασία δεν έχουν οι λέξεις μπροστά σε μια καρδιά που πάλλεται. Ο ρυθμός κι η ένταση του κτύπου της είναι αυτά που καθορίζουν την επιθυμία επαφής και συνύπαρξης με τον άλλον. Και δεν αναφέρομαι στην ερωτική πράξη, αφού αυτή τείνει να μην έχει καμία σχέση με όσα αναφέρω, αλλά για ουσιαστική επαφή και ψυχικό δέσιμο. Αν γυρίσουμε την πλάτη σ’ αυτά σνομπάροντας ή σαμποτάροντάς τα, κάποια στιγμή θα μας γυρίσουν μπούμερανγκ. Κι ίσως τότε να είναι πολύ αργά.

Όλα αυτά λοιπόν μάς οδηγούν σε σχέσεις που δε μας καλύπτουν συναισθηματικά, πνευματικά, ούτε καν αισθητικά, μόνο και μόνο για να καλύψουμε ένα κενό. Ένα κενό που όμως δεν είναι χωροταξικό αλλά εσωτερικό, αφού δεν απαιτεί την εισβολή κάποιου στο κρεβάτι μας αλλά την εισβολή του στην καρδιά μας. Ναι, δε λέω, μπορείς ν’ αρχίσεις μια σχέση χωρίς ιδιαίτερη συναισθηματική έλξη και στην πορεία ν’ αγαπήσεις τον άλλον. Η κοινή ζωή, η συνήθεια, η φροντίδα και το νοιάξιμο, αναπόφευκτα σου δημιουργούν συναισθήματα. Μιλάμε όμως για ερωτική αγάπη ή για συγγενική; Κάποιος θα μπορούσε να πει «και τι το κακό έχει η συγγένεια;». Κανένα απολύτως, ως εδώ. Το κακό θ’ αρχίσει όταν γνωρίσεις κάποιον που θα σου ανάψει τη σπίθα και θα σε κάνει να ψυλλιαστείς πως ο έρωτας τελικά δεν είναι ένα τέχνασμα των Αμερικάνικων ταινιών αλλά υπάρχει στ’ αλήθεια. Τότε τι κάνεις; Παραμένεις κολλημένος στον καναπέ του σπιτιού σου βλέποντας τηλεπαιχνίδια με τον συμπαθητικό «συγγενή» σου ή παίρνεις τη διψασμένη καρδιά σου και βουτάς στον ωκεανό;

Ακόμα κι αν δε βρεθεί κάποιος να σου ξυπνήσει αυτό το συναίσθημα, υπάρχει ο καθρέφτης σου. Κι η αντανάκλασή σου σ’ αυτόν είναι αρκετή για να ξεμπροστιάσει τον ανικανοποίητο πόθο σου. Όσο κι αν κλείνεις σφικτά τα μάτια, κάποια στιγμή το θάμπος των επιλογών σου θα σε τυφλώσει. Και τι να τα κάνεις δυο μάτια αλλήθωρα στον έρωτα; Είναι άδικο λοιπόν ν’ αρχίζεις μια σχέση για οποιανδήποτε άλλο λόγο πέρα από την έντονη επιθυμία και το παράφορο του έρωτα. Άδικο και για σένα, άδικο και για τον άλλον. Μπορεί εσύ ν’ αρχίζεις αυτή τη σχέση με την προοπτική ενός σύντομου φλερτ, κρατώντας στο ένα χέρι κλεψύδρα και στο άλλο εισιτήριο επιστροφής, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι σου σκαρώνει η ζωή κι οι μάγισσές της. Αν θες να παίξεις το παιχνίδι της, καν’ το. Αλλά υπάρχει ένας πολύ σημαντικός κανόνας: Μην πληγώσεις την καρδιά κανενός στον βωμό της δικής σου ευχαρίστησης. Μπορείς να τον τηρήσεις;

Οι σχέσεις δεν είναι παρτίδα σκάκι που κερδίζει αυτός με την καλύτερη στρατηγική. Δε χρειάζονται μελετημένες κινήσεις και τακτικές για να προστατέψεις τον βασιλιά σου. Αγάπη θέλουν οι σχέσεις και χωρίς αυτήν, όσους πύργους κι αν έχεις στην κατοχή σου, θα είσαι πάντα ηττημένος. Και για όσους λένε πως η αγάπη, ο έρωτας ή όπως αλλιώς θες να το πεις, δεν κρατάει για πολύ, το θέμα είναι να γεννηθεί. Αν τον φροντίσεις, θα μεγαλώσει. Αν τον αφήσεις, θα πεθάνεις κι εσύ μαζί του.

Προφανώς δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες συναισθηματικές ανάγκες, αντοχές κι ικανότητες και συνεπώς ούτε και τις ίδιες προτεραιότητες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Όμως μην ακυρώνεις τον έρωτα για να δικαιολογήσεις την απουσία του. Γιατί υπάρχει, κάποιοι τον έχουν βρει. Αλλά ακόμα και να μη φανεί, μην αναλωθείς σε άσκοπα αλισβερίσια. Προτιμάς να είσαι μόνος σου αλλά «εσύ» ή ένας καπαρωμένος ξένος που ξεπουλήθηκε για ένα σκίρτημα; Εσύ επιλέγεις.

Συντάκτης: Κύπριδα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου