Βράδιασε, κι ακόμη μια φορά ο δρόμος με έβγαλε στο κέντρο. Τσιμισκή με Ίωνος Δραγούμη γωνία. Περιμένω με ανυπομονησία το φανάρι χτυπώντας την αρβύλα μου στο πεζοδρόμιο νευρικά, καθώς και πάλι έφαγα μια ώρα στην κίνηση και άλλα τρία τέταρτα στο παρκάρισμα. Υπέροχη Θεσσαλονίκη με το μόνιμα προβληματικό σου κέντρο. Κοιτάω επίμονα το κόκκινο φανάρι, προσπαθώντας να το κάνω να ανάψει πιο γρήγορα με τη δύναμη της σκέψης και σταυρώνω τα χέρια, λες και μου πήρες το γλειφιτζούρι και πείσμωσα. Η ώρα περνάει και για ακόμα μια φορά δε θα προλάβω να τελειώσω τις δουλειές μου. Κορναρίσματα, κίνηση, φωνές, κι εγώ περιμένω να περάσω απέναντι.

Στα λεπτά που μου φάνηκαν αιώνας διασχίζω τη διάβαση και όσο ανεβαίνω προς τα πάνω, χαμένη στα δικά μου, βλέπω έναν κύριο με τα χέρια στη μέση, να φωνάζει στην είσοδο ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου: «Α ρε καρντάση, καλύτερο κι από βίλα στο Πανόραμα το ‘χεις κάνει». «Δεν πάει καλά ο κόσμος», σκέφτομαι και ρίχνω ένα κλεφτό βλέμμα να καταλάβω τι συμβαίνει -το γνωστό με την περιέργεια και τη γάτα. Το κτίριο υπό κατάρρευση, γεμάτο αφίσες σκισμένες από το 2020 και πίσω -αλλά η μικρή είσοδός του πεντακάθαρη και βαμμένη στο χρώμα του λευκού. Ένας άνθρωπος στη μέση κάθεται στο στρώμα του, σκεπασμένος όμορφα με μερικές πολύχρωμες κουβέρτες και δίπλα του ένα κουτί σκληρό για αυτοσχέδιο κομοδίνο. Στην τζαμαρία μπροστά κρεμασμένα δύο-τρία πανιά, σαν τα ρέλια που κρέμονταν από τις εξώπορτες στο χωριό όταν ήμασταν παιδιά, εκείνα που κάνανε θόρυβο όταν περνούσες για να μπεις, όλα στην προσπάθεια να δημιουργήσουν την αίσθηση μιας κάποιας ιδιωτικότητας. Μερικά πράγματα στην άλλη γωνία της μικρής εισόδου φαντάζομαι πως ήταν όλα τα υπάρχοντά του. Κοιτάζοντάς με να απορώ στα δευτερόλεπτα της συνάντησής μας, χαμογέλασε και σηκώνοντας το χέρι του μου φώναξε  «γειά σου». Δεν μπόρεσα παρά να χαμογελάσω και να ανταποδώσω τον χαιρετισμό.

Το χαμόγελο του όμως με ξεβόλεψε. Τόσο εγκάρδιο, τόσο πλήρες με τη μικρή του απόκτηση, αυτή τη γωνιά που έκανε σπίτι του. Και τα δικά μου μούτρα, το άκρως αντίθετο. Κι όμως εγώ τα είχα όλα σε σύγκριση με εκείνον κι επέλεγα να είμαι θυμωμένη, αγχωμένη, νευρική και να σιχτιρίζω για το πάρκινγκ που μου έλειψε προσωρινά. Τι αχαριστία, Θεέ μου. Συνέχισα να ανεβαίνω, είχα ήδη ξεχάσει πού πάω κι αναρωτήθηκα «Πότε σταματήσαμε να χαμογελάμε»;

 

 

Υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν ότι το χαμόγελο είναι το καλύτερο φάρμακο, λειτουργεί ευεργετικά για το ανοσοποιητικό σύστημα και την καρδιαγγειακή μας υγεία, ενισχύει τις αντοχές μας και μας βοηθά να νιώθουμε λιγότερο πόνο. Έχει μάλιστα τις ίδιες ευεργετικές ιδιότητες, ακόμα και όταν δεν είναι αληθινό. Όταν προσποιούμαστε ότι χαμογελάμε, στέλνουμε στον εγκέφαλό μας μηνύματα που έχουν ψυχολογικά οφέλη, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το «αληθινό» χαμόγελο. Κι εμείς το αποφεύγουμε όπως ο δι@ολος το λιβάνι…

Άμα κοιτάξεις γύρω σου στον δρόμο κυκλοφορούμε όλοι με τα μούτρα κάτω, κατά προτίμηση χωμένα στις οθόνες μας, χαμένοι σε έναν κόσμο ουτοπικό, επιλεκτικό, γεμάτο φίλτρα και επιτυχίες. Στο γυμναστήριο τα αφτιά μας βουλωμένα με ακουστικά, μην τυχόν μας μιλήσει άνθρωπος και πρέπει να απαντήσουμε. Κοιτάμε βλοσυρά στον καθρέφτη, λες και θέλουμε να σκοτώσουμε το άλλο μας «εγώ» που κρύβεται εκεί μέσα. Στη δουλειά λες καλημέρα κι ανάθεμα κι αν είσαι τυχερός και στη γυρίσουν δυο-τρεις πίσω (κι αυτό με βεβιασμένο χαμόγελο λες και είναι κοινωνική υποχρέωση η καλημέρα). Γίναμε αχάριστοι στην πορεία να χτίσουμε το μέλλον μας, απορροφημένοι στη ρουτίνα μας, και καλλιεργούμε την απληστία μας ώρα με την ώρα σαν εξωτικό λουλούδι. Ξεχάσαμε τι σημαίνει κοινωνικοποίηση εκτός κοινωνικών δικτύων -βλέπε πραγματικότητα- και δεν αντιδρούμε πλέον καθόλου σε εξωτερικά ερεθίσματα. Δεν κοιτάμε γύρω μας και σταματήσαμε να εκτιμάμε τα βασικά που έχουμε, τα θεωρήσαμε δεδομένα.

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πόσο καλύτερες θα ήταν οι ζωές μας αν λέγαμε καλημέρα στον γείτονα που πέφτουμε μούρη με μούρη το πρωί στον διάδρομο της πολυκατοικίας, χαρίζοντάς του το πιο πλατύ μας χαμόγελο; Αν όταν πέφταμε σε άγνωστο στον δρόμο, αντί να κοκκινήσουμε από ντροπή ή εκνευρισμό, πεθαίναμε στα γέλια με την αδεξιότητά μας; Αν μιλούσαμε στα μπαρ για τα κατορθώματα και τα όνειρα της ζωής μας αντί να ψάχνουμε την πιο ινσταγκραμική γωνία να φωτογραφίσουμε; Αν αντιμετωπίζαμε κάθε μας μέρα σαν μοναδική με ευγνωμοσύνη και χαμόγελο, πιστεύοντας ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν να αλλάζουν προς το καλύτερο;

Θυμάμαι πως όταν ήμασταν παιδιά μόνιμα χαμογελούσαμε. Χαρούμενα τα μάτια μας, μισόκλειστα, στη θέα ενός παγωτού, στον κατήφορο για τη θάλασσα για τα πρώτα μπάνια, παρακάλια στους γονείς να μας αγοράσουν ό,τι θέλαμε με αντάλλαγμα το γάργαρο γέλιο μας.

Τώρα που μεγαλώσαμε και μπορούμε να αγοράσουμε τα πάντα μόνοι μας, ξέρει κανείς πού αγοράζουμε χαμόγελα;

Συντάκτης: Έλενα Φούντα
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.