Σήμερα με κατέκλυσε από το πρωί μια διάθεση μελαγχολική, μια διάθεση νοσταλγίας για τις παρελθούσες ένδοξες στιγμές της νιότης μου. Θυμήθηκα τις σχέσεις που κάποτε με έκαναν να πετάω, συγκεκριμένα εκείνες τις παλιές, που θυμίζουν ρομάντζο και μια παιδική αθωότητα, τότε που όλα ήταν πιο απλά κι οι άνθρωποι επικοινωνούσαν με τα μάτια, με τα λόγια, τότε που οι αγκαλιές δε δινόταν με εικονίδια, μα με ανοικτά τα χέρια.
Διένυσα την περίοδο της εφηβείας, ξέρετε, αυτή που το αίμα βράζει και οι έρωτες έχουν κάτι το μεγαλειώδες, κάτι το μαγικό, τη δεκαετία του ’90. Ωραίες εποχές, όλα «πολύ», κυρίως όμως τα αισθήματα. Ερωτευόσουν κι αν έβρισκες ανταπόκριση πετούσες στα ουράνια, αν όχι, σεκλετιζόσουν στα πατώματα κάποιου καφέ, μιας pub ή μπουάτ για μας της γενιάς μου, ή ακόμη στα πατώματα κάποιου πεζοδρομίου. Έπινες, έχανες για λίγο τον εαυτό σου, την αξιοπρέπειά σου, μα είχες πάντα δίπλα σου τα κολλητάρια σου. Ήταν εκεί με σάρκα κι οστά κι όχι κρυμμένοι πίσω από ένα πληκτρολόγιο. Έτρωγες τη μούντζα και το ευχαριστιόσουν παιδάκι μου! Μετά την επίδειξη των πέντε ή και δέκα δακτύλων, σού κάνανε και μια αγκαλιά, έτσι γιατί σε αγαπούσαν παρ’ όλο που ήσουν βλάκας με περικεφαλαία (κατά τα λεγόμενά τους).
Σε κάθε πρόβλημα σήκωνες το βαρύ, ομολογουμένως, ακουστικό του σταθερού τηλεφώνου και ζητούσες συνάντηση, αυτός ήταν κι ο μόνος λόγος να το χρησιμοποιήσεις. Να δεις κάποιον από κοντά και να κατευνάσεις τη φωτιά που σε κατέκαιγε. Μα κι αν δεν τον έβρισκες εκεί, αυτόν που ήθελες, ήξερες πως θα πας σε κάποιο στέκι και θα είναι εκεί. Είτε φίλος, είτε εχθρός, είτε κι έρωτας. Σήμερα, παρατηρώντας τον κόσμο γύρω σου, βλέπεις παρέες χαμένες στο μικρόκοσμό τους, στην οθόνη του κινητού τους. Μαζεύονται γύρω από ένα τραπέζι σε κάποιο καφέ και δεν επικοινωνούν με το στόμα ή έστω με το βλέμμα. Τα δάκτυλά τους είναι αυτά που δουλεύουν σαν τρελά, γράφοντας μηνύματα ή σκρολάροντας, κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι πως μετατράπηκε η στοιχειώδης επικοινωνία σε κάτι ξένο.
Οι ερωτικές σχέσεις το ’90 ήταν ηδονικές. Ήσουν ερωτευμένος, δεν είχες παρά να κοιτάξεις τον άλλο στα μάτια και να λάβει το μήνυμα. Αν ήταν αμοιβαία τα αισθήματα, λύνατε το θέμα περί μονογαμίας και η σχέση ξεκινούσε. Την πορεία της σχέσης της απολάμβανες, δεν έλιωνες μέσα σε διφορούμενες συμπεριφορές κι ακόμη κι όταν τελείωνε δεν έμενες με την απορία τι έχει συμβεί, ακόμη και ο χωρισμός ήταν ξεκάθαρος. Δε σου έτρωγε το instagram το στομάχι, δεν περίμενες πάνω από αδιάβαστα μηνύματα. Υπήρχε το «έρχομαι-θέλω να σε δω- κατέβα» κι εκείνο μάς οδηγούσε.
Ακούμε και διαβάζουμε καθημερινά για διαφόρων ειδών σχέσεις, όπως «σχεδόν σχέση», «φίλοι με προνόμια», «situationship», «περιστασιακή σχέση» κι ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Είναι καταστάσεις που βολεύουν, που δεν αναγκάζουν τον άλλον να δεσμευτεί, που ενδεχομένως τον σέβονται καμιά φορά και περισσότερο. Όμως, αν δεν ξεχωρίσουμε τι γίνεται για το καλό μας και τι απλώς για να συντηρούμε τη φοβικότητά μας, σταδιακά μαθαίνουμε στον εαυτό μας να μη δεσμεύεται συναισθηματικά, να μη συμβιβάζεται και σαν αποτέλεσμα όλων αυτών να μην καταβάλει καμία προσπάθεια να γνωρίσει τον άλλον ουσιαστικά. Όλα μοιάζουν σαν να αφήνονται στη μοίρα, κανένας δε φλερτάρει με τον πατροπαράδοτο τρόπο, γουστάρεις πατάς ένα λάικ ή μια καρδούλα και περιμένεις μήνυμα.
Κι αναρωτιέμαι, πού είναι όλα εκείνα τα ζευγάρια που έβγαιναν και διασκέδαζαν μέχρι πρωίας, πού είναι τα φιλιά και τα έξαλα φασώματα στους δρόμους. Πού ειναι εκείνοι που αγκαλιάζονταν και γενικά εκδηλώνανε την αγάπη τους με τέτοιο τρόπο που έκανε τις καρδιές να καίγονται. Πια, βγαίνουν έχοντας ο καθένας από ένα κινητό και σαν υπνωτισμένοι δεν ξεκολλάνε τα μάτια τους από αυτό το μαραφέτι, λες και θα τους αποκαλυφθεί κάτι συγκλονιστικό, κάτι που είναι σημαντικότερο από την ανθρώπινη επικοινωνία κι επαφή με τους αγαπημένους τους.
Να με συγχωρείτε, δεν τα έχω με την εξέλιξη της τεχνολογίας και με ό,τι αυτή συνεπάγεται, με τους ανθρώπους τα έχω, με όλους μας, που ενώ θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τις δυνατότητες που μας δίνονται, εμείς γινόμαστε έρμαιο της τεχνολογίας, μετατρέποντάς τη σε κάτι επιβλαβές, σε κάτι που μας έχει μετατρέψει σε άβουλα πλάσματα, χωρίς κρίση, χωρίς κοινωνικότητα, χωρίς ανθρώπινη επαφή. Στο χέρι του καθενός λοιπόν, είναι πόσο θα αφήσει τους έρωτες του τότε να ξεχαστούν. Τι σημαντικότητα θα προσδώσει στην οθόνη του κινητού του ή στην οπτική επαφή με άλλους ανθρώπους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου