Ο Αμεντέο Μοντιλιάνι είναι ένας από τους πιο γνωστούς κι υπήρξε ένας από τους πιο ανατρεπτικούς ζωγράφους, που μάλιστα είχε το τίτλο του καταραμένου καλλιτέχνη. Ένας καλλιτέχνης που έπασχε από φυματίωση, αλλά το κοινωνικό στίγμα της εποχής θα ήταν τεράστιο αν μαθευόταν. Έτσι, προτιμούσε να κρύβει την ασθένειά του και να τον θεωρούν ναρκ@μανή, παρά φυματικό. Σταθμός στη ζωή του στάθηκε η Ζαν Εμπιτέρν, η τελευταία σύντροφός του πριν το θάνατό του.

Η Ζαν ήταν φοιτήτρια Καλών Τεχνών κι όταν γνωρίστηκε με τον Μοντιλιάνι ήταν μόλις 19 ετών, ενώ εκείνος 33. Ο έρωτάς τους ήταν έρωτας με την πρώτη μάτια. Μάλιστα, η Ζαν ακολούθησε το 1918 μέσα στο πόλεμο τον Μοντιλιάνι στην Κυανή Ακτή, όπου ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς πίνακές του. Συνολικά έφτιαξε και περίπου 25 πορτρέτα της μελαγχολικής και πανέμορφης Ζαν, αφού η ίδια υπήρξε μούσα του όλα τα χρόνια της κοινής τους πορείας. Τα πορτρέτα της σήμερα θεωρούνται τα πιο ακριβά στην παγκόσμια αγορά τέχνης.

 

Portrait of Jeanne Hébuterne - Wikidata

Εκείνη καταγόταν από καθολική, συντηρητική οικογένεια, η οποία δεν μπορούσε να δεχθεί τη σχέση της κόρης τους με τον φτωχό Εβραίο Μοντιλιάνι, όμως παρά τις αντιρρήσεις τους, έφερε στο κόσμο το 1918 το πρώτο παιδί τους. Δυο χρόνια αργότερα ο Μοντιλιάνι πέθανε από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, ενώ η Ζαν ήταν στον 9ο μήνα της εγκυμοσύνης της στο δεύτερο παιδί τους. Η Ζαν δεν άντεξε τον χαμό του συντρόφου της και μια μέρα μετά την κηδεία, πήδηξε από τον 5ο όροφο του σπιτιού τους. Η οικογένειά της δεν επέτρεψε να ταφεί δίπλα του, πράγμα που έγινε το 1930, δέκα χρόνια αργότερα, όταν η σωρός της μεταφέρθηκε δίπλα στον τάφο του Μοντιλιάνι. Στην ταφόπλακά τους γράφει: «Αμεντέο Μοντιλιάνι: Χτυπήθηκε απ’ τον θάνατο, τη στιγμή της δόξας του» ενώ η επιγραφή που προστέθηκε για τη Ζαν Εμπιτέρν γράφει: «Αφοσιωμένη σύντροφος, ακόμα και στην υπέρτατη θυσία».

Προτίμησε να πεθάνει η ίδια και το δεύτερο παιδί της παρά να ζήσει με τα παιδιά και την οικογένειά της χωρίς τον Μοντιλιάνι, τον άντρα που αγάπησε. Κι η αυτοχειρία «από αγάπη» όπως και στην ιστορία του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» θεωρείται η υπέρτατη κίνηση έρωτα. Ο Ρωμαίος ήπιε το δηλητήριο θεωρώντας ότι η Ιουλιέτα, ο έρωτάς, του πέθανε, και η Ιουλιέτα αυτ@κτόνησε με τη χρήση του μαχαιριού του, βλέποντάς τον νεκρό. Κι όταν ο άνθρωπός σου, το αντικείμενο του έρωτά σου πεθαίνει, μπορεί να νιώσεις ότι χάνεται η γη κάτω από τα πόδια σου. Η Ζαν επέλεξε να δώσει τέλος στη ζωή της για να μην περάσει ούτε μια μέρα χωρίς τον έρωτά της δίπλα της, σαν μια άλλη Ιουλιέτα, πράγμα που θεωρήθηκε ποιητικό, μια ρομαντική και σαιξπηρική κίνηση, θα έλεγε κανείς. Ήταν, όμως;

Σίγουρα, ο πόνος που νιώθεις όταν χάνεις τον αγαπημένο σου φαντάζει αβάσταχτος. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος. Μήπως, οι δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε ως μόνη μητέρα δύο παιδιών την εποχή εκείνη, και τα σχόλια των γονιών και του περίγυρου ήταν παράμετροι της σκέψης της; Μήπως η κίνησή της ήταν κίνηση μιας απελπισμένης γυναίκας, μιας μονογονιού χωρίς υποστήριξη; Την εποχή του 1920 ήταν σίγουρα δύσκολο για μια γυναίκα να μεγαλώσει δυο παιδιά μόνη της, κι η οικονομική της κατάσταση δεν ήταν καλή, ούτε και του συζύγου της. Είναι ευρέως γνωστό ότι ο Μοντιλιάνι, λίγο πριν από τον θάνατό του υπήρξε νηστικός για μέρες καθώς τα έργα του δεν ήταν -τότε- καθόλου δημοφιλή, έργα έξω από τα πρότυπα της εποχής, χωρίς αξία. Μάλιστα, λέγεται ότι αυτή ακριβώς η απαξίωσή τους τον βύθιζε στην παράνοια. Συνδυαστικά με το ότι η οικογένειά της δεν ήταν φαν του, ο γυρισμός στο σπίτι των γονιών της δεν ήταν ιδανική επιλογή. Ίσως, λοιπόν, το να ακολουθήσει τον θάνατο, να ήταν πιο «εύκολο» από το να διαχειριστεί το πένθος και τα προβλήματα που θα είχε. Μην ξεχνάμε ότι η Ζαν ήταν περίπου 22 ετών όταν έμεινε μόνη της.

Μπορεί το να ζεις χωρίς τον έρωτα σου να είναι αδιανόητα σκληρό κι ο πόνος και η θλίψη να σε κυριεύουν αρχικά. Όταν χάνεις τον άνθρωπό σου, είτε νοητά όπως ένας χωρισμός είτε στην πραγματικότητα, γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω σου. Νιώθεις ότι η καθημερινότητα, η ζωή σου δεν έχει κανένα νόημα αν δεν μπορείς να τη μοιραστείς μαζί του. Είναι μια ψυχοφθόρα κατάσταση που θέλει χρόνο για να γίνει διαχειρίσιμη κι η ψυχική ίαση είναι δυσκολότερη από τη σωματική, όσο το πένθος γίνεται μια κατάσταση που σε συνθλίβει ολόκληρο. Όμως οι άνθρωποι ζουν μέσα μας, είτε είναι δίπλα μας, σωματικά, είτε όχι και μας χρωστάμε το να προχωρήσουμε, ακόμα και χωρίς αυτούς. Κι ας μην είμαστε ποτέ ξανά οι ίδιοι, η ζωή πρέπει να κερδίζει.

Ποιος ξέρει τελικά, αν η Ζαν έκανε την υπέρτατη κίνηση έρωτα ή μια κίνηση από απόγνωση και μοναξιά. Μάλλον θα είναι άλλο ένα μυστήριο, που θα μείνει για πάντα άλυτο, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε.

Συντάκτης: Γεωργία Καλίτση
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου